Ψάρεμα Slow Pitch Jigging, ας συστηθούμε απο την αρχή
Την εποχή που ο Norihiro Sato πειραματιζόταν πάνω σε ένα νέο τρόπο προσέγγισης στο jigging, σίγουρα δεν φανταζόταν την επιτυχία που θα γνώριζε σήμερα παγκοσμίως το ψάρεμα Slow Pitch Jigging. Μια τεχνική που όρισε νέους κανόνες στο παιχνίδι, άνοιξε ορίζοντες, έδωσε ελευθερία και φυσικά τεράστιες δυνατότητες.
A’ Μέρος | Γιώργος Πανολάσκος
Το ψάρεμα Slow Pitch Jigging ήρθε και έδωσε την δυνατότητα στους ψαράδες να μπορούν να ψαρεύουν µε αξιώσεις και ξεκούραστα σε μεγάλα βάθη. Έδωσε μεγάλη ανάλυση στην κίνηση και μεγάλη ελευθερία. Μας έκανε να αντιληφθούµε πως ένας πλάνος μπορεί να γίνει αποδοτικότερος όταν κολυμπάει, εκμεταλλευόμενος το σχήμα και το βάρος του και όχι µόνο την κίνηση που θα του δώσουµε εμείς σε κάθε σήκωµα του καλαμιού µας, και πάρα πολλά ακόμα.
Όλα καλά μέχρι εδώ, όπου ξεκινάει ένα μεγάλο «αλλά»…
Φυσικά, δεν είναι ότι πιο εύκολο να ξεκινήσεις να γράψεις ένα άρθρο για µια τεχνική που έχει ήδη αναλυθεί µε όλους τους τρόπους. Παρόλα αυτά, βλέποντας το πόσο λάθος εφαρµόζεται, αλλά και το πόσο µεγάλη σύγχυση έχει προκαλέσει µέχρι σήµερα µεταξύ των ψαράδων, το κίνητρο είναι τεράστιο. Αν τα πράγµατα µπουν σε µια σειρά, δουλεύοντας λίγο στο µυαλό µας τη λογική και τις βασικές αρχές της φυσικής, θα µπορέσουµε να αποδεχτούµε µια θεωρητική βάση και πάνω σε αυτή την βάση ο καθένας από εµάς θα φέρει στα µέτρα του την τεχνική.
Ο πειραµατισµός και η ερµηνεία σε κάθε τεχνική -ανάλογα µε το στυλ και την αντίληψη του κάθε ψαρά-, είναι κάτι αποδεκτό. Για να µπορέσεις όµως να πειραματιστείς και να προσθέσεις δικά σου στοιχεία, πρέπει πρώτα απ’ όλα να σεβαστείς και να εφαρµόσεις απόλυτα τη θεωρία στην πράξη.
Στην Ιαπωνία λοιπόν, στη χώρα που γίνεται κάθε σηµαντική πρόοδος γύρω από το τεχνικό ψάρεμα, οι εταιρίες που κατασκευάζουν όλα αυτά τα προϊόντα λειτουργούν µε έναν πάρα πολύ συγκεκριµμένο τρόπο.
Έχουν δική τους ομάδα, field testers και γραμμή παραγωγής που ασχολείται πρωτίστως µε τα πρωτότυπα από το feedback των field testers, πριν εγκριθεί η παραγωγή. Όταν αποφασίσουν να επενδύσουν πάνω σε κάτι καινούργιο, θα το παρουσιάσουν όπως εκείνοι πιστεύουν και διαπίστωσαν ότι λειτουργεί καλύτερα, σύμφωνα µε τη δική τους φιλοσοφία και χαρακτήρα.
Αυτό ίσως φέρνει και τις διάφορες παρερμηνείες και απορίες σε εµάς που είμαστε στην άλλη άκρη του κόσμου. Σίγουρα μπορούµε να ακολουθήσουµε αυτό που µας ταιριάζει περισσότερο ή και να τα συνδυάσουµε, πρέπει όµως να αναλογιστούμε πως είναι τουλάχιστον αστείο να θεωρούµε δογματικό τον άνθρωπο και την εταιρεία που ήταν οι πρωτοπόροι σε όλο αυτό το τεράστιο κεφάλαιο, του slow pitch jigging στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Έχοντας σαν αρχή όλα αυτά που διαβάσατε στις προηγούμενες γραμμές, ας κάνουμε μια προσπάθεια να τα προσεγγίσουµε όλα από το μηδέν. Η ιδέα πως ένας πλάνος πρέπει να κολυμπάει πάντα όσο βρίσκεται µέσα στο νερό, ήταν η βάση για να γίνει η αρχή. Με αυτόν τον τρόπο, ο πλάνος είναι αλιευτικά ενεργός μέσα στο νερό για μεγαλύτερο χρόνο. Για να συμβεί αυτό, έπρεπε να µπορεί ο πλάνος να κολυμπάει και µόνος του µε αξιώσεις. Έτσι, δημιουργήθηκε μια τεράστια ποικιλία από πλάνους, ο καθένας µε τη δική του πλεύση, µε κυρίαρχη έμφαση στα υδροδυναμικά του χαρακτηριστικά και φυσικά τον ανάλογο τρόπο χειρισµού του.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως έχουμε έναν πλάνο που τον πετάµε μέσα στο νερό και του ζητάµε να πάει στον πάτο, στα 100 µέτρα. Πριν αρχίσουμε να τον ελέγχουµε µε το καλάµι µας, κατά την άνοδο, είναι ιδανικό για εµάς να αφεθεί πολύ ελεύθερος κατά την πτώση, ώστε να μπορεί να βγάλει την πλεύση του. Προσοχή, η έννοια πτώση στο ψάρεμα Slow Pitch Jigging, αναφέρεται τόσο στο ταξίδι του πλάνου προς τον πυθµένα, αλλά και στις µικρές ενδιάμεσες πτώσεις που προκαλούμε μετά από κάποιες ανακτήσεις, πολύ πριν εγκαταλείψουμε το σημάδι µας (γιατί το συγκεκριμένο ψάρεμα επιβεβαίωσε την αξία της συγκεκριμένης/στοχευμένης παραμονής στο βυθό, αναλόγως των «μαντάτων» του βυθομέτρου, πράγμα που είχαν συλλάβει σε προγενέστερο χρόνο οι πολύ έμπειροι speed jiggers µε τους κεντρόβαρους πλάνους).
Αυτό θα µας δώσει φυσικότητα και θα προσελκύσει ευκολότερα ότι υπάρχει γύρω του. Για να µπορέσει να συµβεί αυτό, πρέπει να τον «απελευθερώσουµε από τα δεσµά του». Όσο µικρότερη είναι η διατοµή του νήµατος, τόσο µικρότερη είναι η επιφάνεια και το βάρος του, µε αποτέλεσµα τα θαλάσσια ρεύµατα που θα χτυπούν το νήµα πλάγια κατά την ώρα της πτώσης, να µην µπορούν να τον επηρεάζουν σηµαντικά. Το λεγόµενο “blow back” είναι κάτι ελάχιστα αποδεκτό στο ψάρεμα Slow Pitch Jigging.
Επίσης, η τέλεια αίσθηση και χειρισµός έρχεται όταν καταφέρνουµε να είµαστε κάθετα µε τον πλάνο, κάτι αρκετά δύσκολο για εµάς τους Έλληνες, που ψαρεύουµε ο καθένας µε το σκάφος του. Στην Ιαπωνία υπάρχουν τα spanker sail boats, όπου µε την πρόσθετη βοήθεια ενός πανιού και µικρούς χειρισµούς µπορούν να µένουν ακίνητα πάρα πολύ εύκολα, ακόµα και µε δυνατό αέρα. Επιπρόσθετα, έχουν και τα µεγάλα fishing charters boats, οπού εκεί ο καπετάνιος φροντίζει να µένει ακίνητος πάνω από τον κάθε τόπο. Όλα αυτά που αναφέραµε αφορούν στον άνεµο επιφάνειας και τα επιφανειακά ρεύµατα, αλλά το τι θα αντιµετωπίσει ο πλάνος µας κατά τη διάρκεια της πτώσης δεν το ξέρει κανείς. Εκεί η εµπειρία και το βυθόµετρο είναι οι µόνοι µας σύµµαχοι.
Θα πρέπει να µην ξεχνάµε ότι δεν ανταποκρίνονται όλοι οι πλάνοι το ίδιο στα θαλάσσια ρεύµατα, οπότε το βάρος και τον τύπο πλάνου που θα χρησιµοποιούµε κάθε φορά, θα τα αποφασίζουµε ανάλογα µε τις συνθήκες που επικρατούν. Αν για παράδειγµα, καταφέρνουµε να είµαστε απόλυτα ακίνητοι στην επιφάνεια, αλλά ο πλάνος καταλήγει στον πάτο µε µεγάλη γωνία προς εµάς, τότε σηµαίνει ότι τα ρεύµατα τον ταξιδεύουν και µια πρώτη αποτελεσµατική λύση είναι να ανεβάσουµε γραµµάρια. Όπως καταλαβαίνετε, οι συνθήκες είναι µάλλον το σηµαντικότερο ζήτηµα σ’ αυτήν την τεχνική. Όλα ξεκινούν και µπορεί να τελειώνουν εκεί, ενώ είναι σίγουρα και το σηµαντικότερο κριτήριο µας για την επιλογή του εξοπλισµού.
Το ζητούµενο είναι να έχουµε την τέλεια επαφή όσο πιο κάθετα γίνεται σε όλες τις συνθήκες που µας επιτρέπεται να ψαρέψουµε, άλλα και στο µέγιστο ενδιαφέρον εύρος του βάθους που κινούµαστε. Η κίνηση και η σωστή επαφή µε τον πλάνο, πρέπει είναι τα µόνα µας κριτήρια για να έχουµε συχνές και στοχευµένες επιτυχίες.
Από εκεί και πέρα, αν έχουµε καταφέρει αυτό το πρώτο βήµα, το επόµενο που πρέπει να κάνουµε είναι να έχουµε το σωστό σετ για κάθε περίπτωση. Ανάλογα µε τα γραµµάρια του πλάνου και τον τρόπο που θα θελήσουµε να τον παρουσιάσουµε, επιλέγουµε το κατάλληλο σετ από αυτά που έχουµε µαζί µας πάνω στο σκάφος.
Εδώ ανοίγει ένα µεγάλο θέµα, που δεν είναι άλλο από τις «σκληρότητες» και τα είδη καλαµιών που υπάρχουν στην αγορά. Στο επόµενο άρθρο θα ασχοληθούµε αποκλειστικά µε τον εξοπλισµό.
Αυτό που πρέπει να κρατήσουµε για την ώρα, είναι ότι δεν πρέπει να επιλέγουµε εξοπλισµό µε κύριό µας κριτήριο το βάθος ή το µέγεθος των ψαριών. Το βάθος είναι ένας παράγοντας, άλλα στην Ελλάδα που όλοι ψαρεύουµε συνήθως από 50 µέχρι 150 µέτρα, όλες οι σκληρότητες των καλαµιών µπορούν να ανταποκριθούν άψογα σε ιδανικές (για κάθε set) συνθήκες. Αν σε αυτό το δεδοµένο συνυπολογίσουµε ότι οι Έλληνες ψαράδες έχουµε µια αδικαιολόγητη φοβία µε τους πλάνους σε περισσότερα γραµµάρια, κάπου εδώ αρχίζει να δηµιουργείται µια µεγάλη παγίδα που πάρα πολλοί πέφτουν µέσα.
Ο συνδυασµός ενός σκληρού καλαµιού µε πλάνους σε λίγα γραµµάρια και ένα… παχουλό νήµα, είναι ο ορισµός της αποτυχηµένης επιλογής. Άλλωστε τα καλάµια του SPJ που ακολουθούν την αρχική φιλοσοφία, έχουν µοναδικό τους µέληµα τη σωστή επαναφορά και τη µέγιστη ανάλυση όσο εµείς χειριζόµαστε τον πλάνο. ∆εν ασκούµε ποτέ δύναµη και έλξη, όπως θα κάναµε δηλαδή µε τα υπόλοιπα καλάµια.
Ειλικρινά πιστεύω ότι αν µπορούσαν οι Ιάπωνες να µην αναγράφουν πάνω για τυπικούς λόγους το max drag, θα το έκαναν. Χρησιµοποιούµε την παραβολή και την ελαστικότητα του καλαµιού για να έχουµε την απόσβεση που πρέπει κατά τη µάχη και µε το µηχανισµό πλέον φέρνουµε σιγά σιγά το ψάρι προς τα εµάς.
Γι’ αυτό και ο μηχανισµός πρέπει να διαθέτει πολύ μεγάλη και αξιόπιστη ροπή, αλλά ταυτόχρονα και τέλεια γραμμικότητα στα φρένα. Ας µην ξεχνάµε ότι πέρα από τη μάχη µε κάθε ψάρι, έχει και το βαρύ έργο να σηκώνει από µεγάλα βάθη πλάνους σε πολλά γραµµάρια χωρίς την βοήθεια του blank, σε πολλές από τις κινήσεις που θα θελήσουμε να κάνουμε (σημειώνω εδώ, ότι το θέμα φρένα σε σχέση µε το κάθε καλάµι και πως αποδίδονται αυτά, είναι ένα υπολογίσιμο κεφάλαιο και αναδείχθηκε πολύ έντονα µε την παραβολικότητα και τις ιδιαιτερότητες των εξειδικευμένων αυτών καλαμιών, ενώ αποκτά ιδιαίτερη αξία η απόδοση των φρένων και λιγότερη αξία η συνιστώσα “max drag”, κάτι το οποίο θα χρειαστεί να αναλύσουµε ιδιαίτερα σε επόμενη προσέγγισή µας).
Σίγουρα το SPJ δεν είναι ένα απλό «ψαρεματάκι για να περάσεις την ώρα σου», καθώς έχει πολλές ιδιαιτερότητες και δεν μπορείς να το εφαρμόσεις εύκολα µε ένα σετ και λίγα πλανάκια. Επίσης, δεν είναι ένα ευκαιριακό ψάρεμα που μπορείς να κάνεις µε πάμφθηνο εξοπλισμό τους μήνες που τα ζωντανά δολώματα είναι υπό εξαφάνιση.
Θέλει συστηματική ενασχόληση και αρκετό ψάξιμο µε τον εξοπλισμό, τις κινήσεις και την πλεύση των πλάνων, ιδίως όταν τα ψάρια έχουν διανύσει τις πρώτες σεζόν εφαρμογής του SPJ και έχουν δει τους διάφορους παράξενους πλάνους να πλέουν για πρώτη φορά στα ελληνικά νερά…
Το δυσκολότερο κοµµάτι στο SPJ, είναι οτι στην ουσία η φιλοσοφία του και ο τρόπος που δουλεύει έχει ιδιορρυθµίες και διαφέρει κατά πολύ από τα υπόλοιπα τεχνικά ψαρέµατα.
∆εν πρέπει να αντιµετωπίζεται σαν µια ελαφριά τεχνική. Είναι µια ολόκληρη και ανεξάρτητη τεχνική, µε τις δικές της σχολές και παρακλάδια. Μετά από όλα αυτά τα χρόνιαπου έχει εµφανισθεί στην Ελλάδα -και ίσως λίγο πριν ακόµα και τον κορεσµό του- για ευνόητους λόγους, είναι η καταλληλότερη στιγµή για να ξανασυστηθούµε µαζί του!