Η σκηνή με τους δέκα ανθρώπους να ψαρεύουν σ ένα μόλο στη σειρά και τον έναν να πιάνει το ένα ψάρι πίσω από το άλλο όταν οι υπόλοιποι δεν παίρνουν τσιμπιά, θεωρείται κλασσική. Μία παρόμοια, ήρθε αμέσως στο μυαλό μου, μόλις ο καλός μου φίλος Αντώνης Δρόσος μου ανακοίνωσε την απόφαση του να εκδώσουν με τον επίσης πολύ αγαπητό Γιώργο Πολυχρονίου, το νέο περιοδικό για το σκάφος και τα θαλάσσια ψαρέματα με τίτλο « Boat & Fishing in Greece», κάνοντάς μου την τιμή να θέλουν να γράψω κι εγώ δύο λόγια στο πρώτο τεύχος.
Ήταν θυμάμαι ένα καλοκαιρινό απόγευμα γύρω στα τέλη του ’80. Αρκετά μεγάλα παιδιά πια, εγώ και ο αδερφός μου ο Λευτέρης –τότε μαθητής γυμνασίου- ζούσαμε τις πρώτες μας συναρπαστικές εμπειρίες στο ψάρεμα, κατά τη διάρκεια των θερινών μας διακοπών στον τόπο καταγωγής μας, την Κάρυστο. Έτσι και εκείνο το απόγευμα βρισκόμαστε στο λιμάνι με τα καλάμια μας απίκο. Ήταν αρκετά νωρίς, γιατί θυμάμαι πολύ καλά τον καυτό ήλιο να μας χτυπάει κατακούτελα. Κατεβαίναμε νωρίς βλέπετε, για να προλάβουμε να πιάσουμε καλές θέσεις στο μόλο. Είχαμε στήσει τα καρεκλάκια μας δίπλα σε ένα κατάξανθο νεαρό αγόρι, περίπου στην ηλικία μας ή λίγο μικρότερο. Έμοιαζε να ψαρεύει από το μεσημέρι στο συγκεκριμένο μέρος και το καταλαβαίναμε από τις μαύρες ράχες και τις ασημένιες κοιλιές των ψαριών που σάλευαν μέσα στον συντηρητή-κιούρτο του. «Μπράβο ψάρια….!!» «Πότε πρόλαβε και τα έπιασε όλα αυτά…», σκεφτήκαμε, αφού ως τώρα ξέραμε ότι η ώρα του ψαρέματος ξεκινάει το απόγευμα και κορυφώνεται το σούρουπο! Από την άλλη το λάβαμε και ως καλό σημάδι για εμάς, καθώς φαινόταν ότι θα είχαμε την ευκαιρία να εκμεταλλευτούμε το μαλάγρωμά του.
Εμείς τι στο καλό… Ούτε τσίμπο. Γιατί τόση ατυχία, τι συνέβαινε; Το σημείο όπου ψαρεύαμε γνωστό, σίγουρο και δοκιμασμένο. Το προηγούμενο απόγευμα μάλιστα, εκεί ακριβώς, είχαμε πιάσει τέσσερις τεράστιους κέφαλους, με τον ένα να βγαίνει με περιπετειώδη τρόπο εξ αιτίας της απειρίας μας και μόνο με την πολύτιμη συνδρομή ψαράδων από τα καΐκια και θαμώνων από τα παρακείμενα καφενεία! Το δόλωμα μας, ζύμη, πάντα με την ίδια δοκιμασμένη συνταγή. Το βάθος της αρματωσιάς, υπολογισμένο με απόλυτη ακρίβεια. Μήπως ο ξανθός χρησιμοποιούσε μαλάγρα και αυτό αποτελούσε την ειδοποιό διαφορά στα μεταξύ μας αποτελέσματα; Εμείς δεν είχαμε ακόμη αρχίσει να χρησιμοποιούμε μαλάγρα, γιατί ως τότε δεν μας φαινόταν απαραίτητη. Αλλά και πάλι, εάν είχε χρησιμοποιήσει μαλάγρα, πως είναι δυνατόν τα ψάρια να συνωστίζονταν συγκεντρωμένα σε μια περιοχή ενός τετραγωνικού μέτρου και να μην τρώνε είκοσι εκατοστά παραπέρα;
Άλλωστε δεν τον είχαμε δει να μαλαγρώνει. Μόνο υποθέσεις κάναμε κι όλες βουβά, από μέσα μας.
Τι να πεις; Ήταν ολοφάνερο ότι ο μικρός ξανθός ήταν άλλης κλάσης ψαράς. Τόση διαφορά όμως με μας; Αυτός στο άριστα κι εμείς στο απόλυτο μηδέν; Και καλά με εμάς τους πιτσιρικάδες. Τους υπόλοιπους καλαμάδες που είχαν στηθεί αριστερά του και δεξιά από εμένα και τον αδερφό μου, πως τους κατατρόπωνε έτσι; Γιατί ξέχασα να αναφέρω πως καθώς η ώρα περνούσε, όλα το τότε «βαρύ πυροβολικό» του λιμανιού μας είχε καταφθάσει για το καθιερωμένο απογευματινό –βραδινό απίκο του. Και μιλάω για ανθρώπους σαν το συγχωρεμένο τον κυρ-Διαμαντή ο οποίος έκανε απίκο όλη του τη ζωή, τον Αλέκο που χρόνια παραθέριζε στο λιμάνι της Καρύστου φιλοξενούμενος στις κουβέρτες και τα αμπάρια των καϊκιών(!) και φυσικά άλλη δουλειά από το να ψαρεύει μέρα νύχτα δεν έκανε, τον μπάρμπα- Λάμπρο με το κασκέτο και τις παμπάλαιες σαγιονάρες , τον κυρ Λάκη με τα οκτάμετρα καλάμια και πέντε- έξι ακόμη γραφικές μορφές του λιμανιού εκείνης της εποχής, που δεν θυμάμαι πια πως τους έλεγαν. Πρέπει να είμαστε τουλάχιστον δέκα στη σειρά ή πιο σωστά πλάι-πλάι, σχεδόν κολλητά ο ένας με τον άλλον, με το ξανθό αγόρι στο κέντρο και συνάμα στο επίκεντρο της αγανάκτησης και του εκνευρισμού.
Η δική μας σύγχυση είχε κάπως υποχωρήσει. Η γενικευμένη αποτυχία τόσων ανθρώπων ερχόταν να μας ξαλαφρώσει και να μας παρηγορήσει. Σκεφτόμασταν πόσο χειρότερη θα μπορούσε να είναι η κατάσταση, αν αντί για έναν έπιαναν όλοι ψάρια, εκτός από εμάς. Τότε σίγουρα θα φταίγαμε μόνο εμείς. Τώρα όμως δεν φταίγαμε. Απλά ο συγκεκριμένος τύπος, άγνωστο πώς, μας γελοιοποιούσε μαζικά. Με αυτές και με αυτές τις σκέψεις είχαμε πάψει να κοπιάζουμε άλλο. Καθόμαστε και τον χαζεύαμε για να δούμε πόσα ακόμα ψάρια θα πιάσει, αλλά και προσπαθούσαμε να αντιληφθούμε ποιο ήταν το κόλπο του. Όπως και να ‘χε πάντως, δε μπορούσαμε πια παρά να τον θαυμάζουμε, τόσο για την επιδεξιότητα του, όσο και για το ύφος του και μάλλον πιο πολύ για αυτό. Μας εντυπωσίασε το ότι δεν έδειξε να ενοχλείται από τα αγενή σχόλια των άλλων και από τις παρενοχλήσεις τους, ούτε καν τη στιγμή που ο διπλανός του εξαπέλυσε κατά μέτωπο επίθεση εναντίον του, καβαλώντας το καλάμι του και μπερδεύοντας την αρματωσιά του. Δεν αντέδρασε όπως κανείς θα περίμενε, μόνο φάνηκε να ντρέπεται και να νιώθει αμήχανα κι άβολα. Σα να μην επεδίωκε αυτό που συνέβαινε, σα να μην τον ευχαριστούσε η προφανής υπεροχή του, να μην απολάμβανε την επιτυχία του. Έδειχνε σεμνός και μετριοπαθής, που απλά εκείνο το βράδυ τύχαινε να είναι πιο τυχερός από τους άλλους. Πιστεύαμε πως αν τον ρωτούσε κανείς, θα απέδιδε την επιτυχία του μόνο στην τύχη. Μια τέτοια απάντηση φυσικά εμάς δε θα μας έπειθε απόλυτα. Κάτι παρά πάνω από όλους μας θα πρέπει να κατείχε, κάτι θα έκανε καλύτερα, κάποιο μυστικό θα γνώριζε. Αλήθεια που ήταν όλα τα προηγούμενα απογεύματα; Γιατί δεν ψάρευε συχνά αφού ήταν τόσο καλός;
Από τις κουβέντες των άλλων πάντως, είχαμε καταλάβει ότι δεν ήταν άγνωστος στο λιμάνι. Είχαμε ακούσει να τον αποκαλούν Αντώνη. Άρα μόνο εμείς δεν τον ξέραμε, γιατί ήταν η πρώτη μας χρονιά που ψαρεύαμε σαν ενήλικες, με μεγάλα καλάμια. Οι άλλοι θα τον ήξεραν από πέρυσι, θεωρήσαμε.
Σαφώς η δική του ζύμη περιείχε περισσότερα υλικά και ο τρόπος παρασκευής της ήταν δυσκολότερος από αυτόν που ξέραμε και κάναμε ως τότε. Εμείς φτιάχναμε κάτι πολύ πιο απλό. Να κιόλας η πρώτη διαφορά ! Στη συνέχεια τον ρωτήσαμε αν είχε ρίξει μαλάγρα. Μας είπε ότι από το πρωί είχε ασχοληθεί με το να μαλαγρώσει τον τόπο, ποντίζοντας έναν αυτοσχέδιο μαλαγρωτή. Μας πρότεινε να μείνουμε μέχρι το τέλος για να μας τον δείξει πριν φύγει. Τότε είδαμε ένα ψιλό σχοινάκι, τυλιγμένο σε μια δέστρα χαμηλά στον τοίχο του μόλου, να καταλήγει στο νερό. Κοιταχτήκαμε με τον αδερφό μου και ταυτόχρονα σκεφτήκαμε «ορίστε άλλο ένα μυστικό της επιτυχίας του». Μας εξήγησε επίσης, ότι ο μαλαγρωτής εξυπηρετούσε στη συγκράτηση της μαλάγρας στο σημείο πόντισης και ακόμα στην σταδιακή διάχυση της στο νερό, σε αντίθεση με τη χύμα που γρήγορα διασκορπίζεται και χάνεται. Στο λιμάνι, μας είπε, τα ψάρια είναι συγκεντρωμένα, δε χρειάζεται να τα προσελκύσεις από το πέλαγος. Η χύμα μαλάγρα εργάζεται και αποδίδει στο ψάρεμα από το βράχο, όχι στο ψάρεμα από το λιμάνι. Στο λιμάνι θέλεις τη μαλάγρα σου σημειακή και αργά διαλυόμενη. Αρκεί να της δώσεις χρόνο να δράσει. Γι’ αυτό την έριξε το πρωί, για να ψαρέψει το μεσημέρι.
Ζήτησε να του δείξουμε τις αρματωσιές και τα παράμαλλά μας. Τα συγκρίναμε με τα δικά του και είδαμε ότι χρησιμοποιούσε πιο ψιλές πετονιές, καθόλου στριφτάρια και μολύβια και πιο μικρή σαλαγγιά, διαφορετικού τύπου, σχήματος και χρώματος από τις δικές μας. Τις έπαιρνε από τον Πειραιά, γιατί στην Κάρυστο δεν τις έφερνε κανένα κατάστημα μας εξήγησε και μας χάρισε δύο για δείγμα. Μετά την αρματωσιά, συζητήσαμε για τα καλάμια και τις βάσεις τους, τι είδος σπάγγο χρησιμοποιεί και πώς τον δένει στη μύτη του καλαμιού, για τα καρτελάκια και τους φελλούς και γενικά για καθετί που μπορεί να παίξει ρόλο στο συγκεκριμένο ψάρεμα. Μας εξέπληξαν οι γνώσεις του, αλλά κυρίως η έμφαση του στη μελέτη προκειμένου να επιλέξει σωστά τα πιο κατάλληλα υλικά και εξαρτήματα. Η επιτυχία στο ψάρεμα μας είπε, είναι συνισταμένη πολλών παραμέτρων. Κάθε υλικό, κάθε εξάρτημα, συστατικό ή σύνεργο είναι και μία συνιστώσα, είναι και μία παράμετρος. Όλες μαζί συνθέτουν το αποτέλεσμα !
Τέτοια λόγια πρώτη φορά ακούγαμε. Πρακτικά κάναμε το πρώτο μας σεμινάριο στο ψάρεμα, το πρώτο μας φροντιστήριο. Κι από ότι φαινόταν, είχαμε πέσει στον καταλληλότερο δάσκαλο. « Χρησιμοποιώ μαθηματικούς όρους γιατί σπουδάζω μαθηματικός, είμαι φοιτητής στο μαθηματικό», μας ενημέρωσε, κάνοντας την έκπληξή μας ακόμη μεγαλύτερη. Ούτε που του φαινόταν. Θα στοιχημάτιζε κανείς ότι ήταν μικρότερος από εμάς! Έτσι έδειχνε.
Στο λιμάνι ήταν φυσικά πασίγνωστος, αφού η δράση του είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν. Το ότι δεν τον είχαμε ξαναδεί ως τότε εκείνη τη χρονιά να ψαρεύει στο λιμάνι, οφειλόταν στο ότι ασχολούνταν με όλα σχεδόν τα είδη ψαρέματος, υποβρύχιο και επιφανείας. Μάλιστα διέθετε και ξύλινη βάρκα, τον «Καπετάν Αντώνη», πολύτιμο μέσο για τις περισσότερες δραστηριότητές του. Εξαιτίας της τον γνωρίσαμε εκείνη την μέρα, όπως μας αποκάλυψε. Την είχε τραβήξει στο καρνάγιο για επισκευές κι έτσι εγκλωβισμένος όπως βρισκόταν στο λιμάνι, αποφάσισε να ασχοληθεί με το απίκο που αγαπούσε ιδιαίτερα κι είχε καιρό να καταπιαστεί μαζί του. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν όμως, ουδόλως επιβεβαίωναν την μακρά αποχή του από την τεχνική και μάλλον αποδείκνυαν περίτρανα ότι βρισκόταν στην καλύτερη φόρμα. Για αυτόν ίσχυε με το παραπάνω το « παλιά μου τέχνη κόσκινο», όπως λέει και η παροιμία.
Εγώ και ο Λευτέρης παίρναμε ολοένα και περισσότερο θάρρος και δεν διστάζαμε να ρωτάμε για ψαρέματα από βάρκα όπως πχ. η καθετή, η συρτή και το παραγάδι. Σε όλες μας τις ερωτήσεις απαντούσε πρόθυμα. Μας έταξε μάλιστα να μας πάρει μαζί του στην επόμενη εξόρμηση του, όταν με το καλό θα έριχνε τη βάρκα του πάλι στο νερό (και φυσικά τήρησε την υπόσχεση του). Η τελευταία μας ερώτηση πριν αποχωριστούμε στο τέλος εκείνης της βραδιάς, δεν μπορούσε να ήταν άλλη από το να εξηγήσει γιατί έπιανε ψάρια μόνο αυτός και κανένας άλλος. Όπως μας είπε, το φαινόμενο οφειλόταν σε δύο λόγους.
Ο πρώτος λόγος λοιπόν ήταν ότι είχε αφιερώσει πάρα πολύ χρόνο για να φροντίσει κάθε λεπτομέρεια, κάθε πιθανή παράμετρο, έτσι ώστε να είναι όλα μελετημένα, οργανωμένα και κατασκευασμένα στον καλύτερο δυνατό βαθμό. Αυτός ο χρόνος ήταν σίγουρα πολλαπλάσιος αυτού που όλοι οι υπόλοιποι είχαμε διαθέσει για την προετοιμασία του ψαρέματός μας. Πίστευε και υποστήριζε, ότι το καθετί, όσο σημαντικό ή ασήμαντο και αν φαινόταν, θα έπρεπε να ελέγχεται με την μέγιστη προσοχή, με τρόπο σχολαστικό, σχεδόν ευλαβικό, γιατί σίγουρα θα έπαιζε και αυτό το ρόλο του την κατάλληλη στιγμή. Ο δεύτερος λόγος ήταν ίσως και η αποκάλυψη του μυστηρίου. Είχε από νωρίς διαπιστώσει ότι τα ψάρια δεν τσιμπούσαν ή τσιμπούσαν ανόρεκτα εκείνη την ημέρα. Ο Αντώνης, μέσα από την αφοσίωση του στην μελέτη και την ανάγκη για διαρκή εξέλιξη της ψαρευτικής τέχνης, είχε αναπτύξει τέτοιο βαθμό αντίληψης, ώστε να μπορεί να αντιλαμβάνεται εύκολα το ανόρεκτο πιπίλισμα του κεφάλου στο ζυμάρι. Έβλεπε τσιμπιά εκεί που κανείς άλλος δεν μπορούσε να την ξεχωρίσει. Ένιωθε το ανεπαίσθητο άγγιγμα του κέφαλου στο καλάμι του -σε αυτό συνέβαλαν και τα πολύ ψιλά και πανάλαφρα εργαλεία του- και γνώριζε ποια ήταν η κατάλληλη στιγμή, με τη μέγιστη πιθανότητα να αγκιστρωθεί το ψάρι. Και φυσικά κατέληγε στις μεγαλειώδεις συλλήψεις των οποίων γίναμε μάρτυρες νωρίτερα το απόγευμα!
Έτσι γνωριστήκαμε με τον Αντώνη. Από τότε μας συνδέει βαθιά φιλία, η οποία αναπτύχθηκε γρήγορα στα πρώτα μας κοινά ψαρέματα. Ψαρέψαμε πολύ, με κάθε μέσο, συμμετείχαμε ως ομάδα σε πολλούς αγώνες, επίσημους και ανεπίσημους , τοπικούς και πανελλήνιους και κατακτήσαμε πολλές διακρίσεις. Συνεργαστήκαμε στην αρθρογραφία και συνεχίζουμε να ψαρεύουμε όσο οι σημερινές συνθήκες μας επιτρέπουν. Πάντα θαυμάζουμε το ήθος και την ειλικρίνεια του και πάντα διδασκόμαστε τεχνικές, μεθόδους και μαστοριά. Χαιρόμαστε ιδιαίτερα που συνεχίζει να παρέχει τις γνώσεις του στους φίλους του ψαρέματος μέσα από το δικό του περιοδικό.