Αυτά τα µεγάλα και ξεχασµένα ψάρια δύσκολα θα τα συναντήσουµε από την ακτή. Από το σκάφος πάλι µόνο µε πάρα πολύ τύχη, µιας και ζουν σε µεγάλα βάθη.
Λίγα λόγια…
Ανάλογα µε τον τόπο, το σκαθάρι έχει διάφορες ονοµασίες, όπως πχ. ασκάθαρος ή βαζιούνο. Συγγενεύει µε ψάρια όπως ο σαργός, το µελανούρι και ο σπάρος. Συγκαταλέγεται στα ψάρια δεύτερης ποιότητας. Η γεύση του είναι καθαρά υποκειµενική και εναπόκειται στην κρίση και τα γούστα του καθενός. Φτάνει τα 45-50 εκ. σε µήκος και βάρος γύρω στα 2 µε 2 ½ κιλά περίπου.
Το χρώµα τους είναι σκούρο µολυβί µε πιο ανοιχτόχρωµη κοιλιά. Στα πλευρά τους έχουν µακρουλές σταχτογάλαζες ή γαλαζόµαυρες κάθετες γραµµές. Το κεφάλι τους είναι µικρό, το µέτωπο κυρτό, τα µάτια τους µεγάλα, το στόµα πολύ µικρό. Διαθέτουν αρκετές σειρές λεπτούς κοπτήρες, χωρίς τραπεζίτες.
Τα σκαθάρια είναι ερµαφρόδιτα. Δηλαδή τα θηλυκά αλλάζουν σε αρσενικά (όπως συµβαίνει και µε άλλα ψάρια, πχ. οι τσιπούρες) την εποχή που ζευγαρώνουν. Θηλυκά και αρσενικά ψάρια, διαφέρουν πολύ µορφολογικά. Τα αρσενικά έχουν πολύ ψηλή ράχη και πολύ στρογγυλό σώµα. Το µέτωπο φαίνεται σα βαθουλωµένο απ’ το πλάι. Το βασικό χρώµα τους ζωηρεύει και µια γαλαζοπράσινη ταινία ξεχωρίζει ανάµεσα στα µάτια τους.
Τα πτερύγια έχουν χρώµα γαλάζιο ή απαλό µενεξεδί και η ουρά τους καταλήγει σε µαύρο χρώµα. Τα νεαρά θηλυκά έχουν ράχη γκρίζα προς ασηµί, µε καστανόγκριζες ραβδώσεις στα πλευρά. Όταν κινδυνεύουν, ο χρωµατισµός τους αλλάζει. Τότε οι πλευρικές λεπτοµέρειες σβήνουν ή παρουσιάζονται περισσότερες κάθετες, µε πιο πλατιές µάλιστα γραµµές.
Τα µικρά σκαθάρια µε µήκος µέχρι και 20 εκατοστά, ζουν κοντά σε βράχους της ακρογιαλιάς. Τα µεγάλα προτιµούν µεικτούς ή άγριους βυθούς σε βαθιά νερά. Πριν ζευγαρώσουν σκάβουν µε την ουρά τους, και µεταφέροντας άµµο µε το στόµα. Το θηλυκό στρώνει τα αυγά του στη φωλιά που δηµιούργησε. Από εκεί και πέρα το αρσενικό αναλαµβάνει να προσέχει και να εξαερίζει τα αυγά μέχρι να βγουν οι νεογνοί. Αυτό κρατάει περίπου εννέα µέρες. Έτσι, κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, όταν τα αρσενικά έχουν την φύλαξη των αυγών, έχουµε περισσότερες επιτυχίες µε τα θηλυκά.
Που τα ψαρεύουµε
Στις ελληνικές θάλασσες υπάρχουν άφθονα σκαθάρια. Ψαρεύονται κυρίως µε καθετή, κιούρτους ή ακόµα και µε καλάµι από την ακτή. Την κατάλληλη εποχή ψαρεύουμαι σε ακτές µε βαθιά νερά. Βρίσκουµε τα σκαθάρια σε περιοχές που συνήθως υπάρχουν ύφαλοι και ξέρες οι οποίες καταλήγουν σε άµµο ή λάσπη. Σε βάθη από 30 έως 50 µέτρα.
Για µας που θα ψαρέψουµε από την ακτή χρειάζεται πραγµατικά αρκετός κόπος. Συγκεντρώνονται σε σηµεία µε κάθετα βράχια και µεγάλο βάθος µπροστά τους, όπου η πρόσβασή µας είναι δύσκολη. Πραγµατικά όµως αξίζει τον κόπο να τα ψαρέψουµε προς τα τέλη Μαΐου µε αρχές Ιουνίου. Έχουν µόλις γεννήσει και είναι η κατάλληλη στιγµή καθώς τρώνε λαίµαργα. Θα δείτε τους οπτικούς να χτυπούν µε δύναµη επάνω στους οδηγούς των καλαµιών. Σε άλλη περίπτωση, όταν δεν είναι η εποχή τους, τρώνε µίζερα και µε µεγάλη επιφύλαξη. Αν γνωρίζουµε τη συµπεριφορά τους, θα πρέπει να καρφώσουµε µε την πρώτη ένδειξη της µύτης του καλαµιού µας, γιατί τα σκαθάρια σχεδόν πιπιλούν το δόλωµα τραβώντας το ελαφρά προς τα κάτω. Βλέπετε µπορεί να είναι επιθετικά ψάρια, αλλά όχι και απονήρευτα!
∆ολώµατα
Γενικά τσιµπούν σε δολώµατα όλων των ειδών, µα έχουν ιδιαίτερη προτίµηση στο φαραώ ανεξαρτήτως ώρας της ηµέρας, αλλά και σε αµερικάνικο ή ακροβάτη, κυρίως τη µέρα. Εξυπακούεται φυσικά ότι δε θα αγνοήσουν ένα ζουµερό µονοδόλι, ένα λαχταριστό καλαµάρι ή µικρό µοσχιό και ένα γενναίο κοµµάτι από πλοκάµι χταποδιού. Εδώ θα κάνουµε µία παρένθεση και θα πούµε ότι τα χταπόδια και οι µοσχιοί χρειάζονται µία ξεχωριστή προετοιµασία προκειµένου να γίνουν πιο ελκυστικά.
Έτσι, συνηθίζεται να βράζουµε νερό όπου µέσα του τοποθετούµε τους µοσχιούς ή τα πλοκάµια των χταποδιών για ένα λεπτό µόνο, τα ζεµατίζουµε όπως λέµε, και µόλις κρυώσουν βγάζουµε την πέτσα τους και τα βάζουµε σε ένα ταπεράκι µε λίγο από το ζουµί τους. Τέλος, είναι σίγουρο ότι θα δελεάσουµε τα σκαθάρια µε ένα λαχταριστό φιλέτο από σαρδέλα.
Μηχανισµός
Προσωπικά συνηθίζω να ψαρεύω τα σκαθάρια µε µηχανισµό κατηγορίας 10000, όχι αρκετά γρήγορο (σχέση περιστροφής γύρω στα 4,4:1), αλλά σίγουρα πολύ δυνατό, ώστε να εξισορροπήσουµε κάθε µειονέκτηµα λόγω του µεγάλου βάθους και του –συχνά- µεγάλου βάρους που έχουµε να αντιµετωπίσουµε. Το πλεονέκτηµα ενός τέτοιου µηχανισµού, είναι ότι σε κάθε περιστροφή της µανιβέλας µας µπορεί να ανακτά περίπου 100 εκ. πετονιάς.
Αρµατωσιά
Η αρµατωσιά που προτιµώ είναι η κλασσική µονάγκιστρη, χωρίς πολλά–πολλά µπιχλιµπίδια επάνω της, γιατί ναι µεν τα σκαθάρια είναι επιθετικά, αλλά όχι και χαζά.
Έτσι λοιπόν έχω φτιάξει µια αρµατωσιά µε απλά και όσο γίνεται πιο ποιοτικά υλικά, γιατί στις µέρες µας είναι πολύ λυπηρό να χάνουµε αρµατωσιές µε κόστος κοντά στα 5-10 ευρώ, φορτωµένες µε πολύ ακριβά εξαρτήµατα.
Με αυτό το σκεπτικό, αρκεί ένα µολύβι περαστό πάνω στη µάνα (τα αγοράζουµε µε το κιλό…), αφού λόγω των σκαλωµάτων στις περιοχές µε µικτό βυθό όπως πχ. η τραγάνα ή οι πλάκες τα σκαλώµατα είναι πολύ συχνά. Χάρη σε µία επινόηση του φίλου µου Κυριάκου, κατάφερα να γλιτώνω τα ψάρια ακόµα και αν το βαρίδι µου σκαλώσει. Ο τρόπος κατασκευής της πατέντας είναι ιδιαίτερα εύκολος, ενώ καταφέρνουµε να µην κλαίµε τα ακριβά µας µολύβια.
Παίρνουµε λοιπόν µία πετονιά διαµέτρου 0,12 ή 0,14, ψιλή δηλαδή, στη µία άκρη της δένουµε ένα στριφτάρι και περνάµε την άλλη άκρη της πετονιάς από την τρύπα του µολυβιού. Ακολούθως κάνουµε τρεις µε τέσσερις κόµπους στο άκρο της πετονιάς που εξέχει από το βαρίδι και το τραβάµε να χωθεί ξανά µέσα στην τρύπα του µολυβιού. Έπειτα το χτυπάµε µε ένα σφυρί (εάν διαθέτουµε µέγγενη, ακόµα καλύτερα), µέχρι να ακινητοποιηθεί µέσα στην τρύπα που έχει πια παραµορφωθεί, ώστε να µην τραβιέται. Με αυτόν τον τρόπο, εάν µας σκαλώσει στο βυθό, σπάει η πετονιά καθώς τραβάµε, και η αρµατωσιά µας µένει σώα, ενώ το κυριότερο, το ψάρι φθάνει στα χέρια µας λαχταριστό.
Καλάµια
Τα καλάµια που θα ψαρέψουµε θα πρέπει να είναι µακριά, δηλαδή να έχουν µήκος περί τα 4.40-4.60 µέτρα, αν φυσικά το µέρος που θα επιλέξουµε µας επιτρέπει να έχουµε τον ανάλογο χώρο πίσω µας για να κάνουµε τις σωστές ρίψεις. Το casting weight του καλαµιού µας θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 100-150 γραµµάρια, ώστε να µπορούµε να ψαρέψουµε µέσα σε ρεύµατα, αλλά και να κερδίσουµε µερικά µέτρα παραπάνω, φτάνοντας σε αποστάσεις µέχρι και 80–100 µέτρα, όπου το βάθος είναι το επιθυµητό και η πιθανότητα ύπαρξης σκαθαριών πολλαπλασιάζεται.