Τα τελευταία χρόνια η εκτροφή της τσιπούρας έχει αυξηθεί κατακόρυφα, µε τις µονάδες αναπαραγωγής της να βρίσκονται σε όλη σχεδόν την Ελληνική επικράτεια.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσµα την αύξηση του πληθυσµού της, αφού πολλές τσιπούρες, είτε δραπετεύουν από τα κλουβιά που εκτρέφονται εξαιτίας ατυχηµάτων (πχ. δυνατές κακοκαιρίες, επιθέσεις µεγάλων κυνηγών όπως τεράστιοι τόνοι, µαγιάτικα, φώκιες στους κλωβούς), είτε απελευθερώνονται επίτηδες κατά τη διάρκεια της εκτροφής τους για διάφορους λόγους (σκελετικές ανωµαλίες λόγω έντονου συνωστισµού των ψαριών σε µικρό χώρο, οι οποίες µειώνουν στο ελάχιστο την εµπορική αξία τους, ενώ αντίθετα αποκαθίστανται σταδιακά µετά την απελευθέρωσή στο φυσικό τους περιβάλλον, αφού µπορούν να κινηθούν ελεύθερα όπου και όσο θελήσουν).
Τα ψάρια όµως που «δραπετεύουν» ή απελευθερώνονται, δεν έχουν την ίδια συµπεριφορά και χαρακτηριστικά µε όσα έχουν γεννηθεί και µεγαλώσει στο φυσικό τους περιβάλλον. Το καθαρό και έντονο ασηµί σε όλο το σώµα, µε το χαρακτηριστικό χρυσαφί µπροστά από τα µάτια και το ελαφρύ κόκκινο στα βράγχια του «άγριου» ψαριού, είναι τα χρώµατα που κάνουν τη διαφορά συγκριτικά µε αυτά του «σκαστού». Η τσιπούρα η οποία έχει µεγαλώσει στο ιχθυοτροφείο, έχει σα χαρακτηριστικό τη σκούρα απόχρωση του ασηµί στο σώµα της, χωρίς να είναι έντονα τα χρωµατικά «σηµάδια» της αλανιάρας. Αφενός τα χρυσά φρύδια της και η κόκκινη απόχρωση στα βράγχια δεν είναι αρκετά διαυγή, αφετέρου το σχήµα του σώµατός της είναι πιο «στρογγυλό» από αυτό της άγριας, ενώ τη µεγάλη διαφορά τη διαπιστώνουµε φυσικά στη γεύση της (εικ.1-2). Παρόλα αυτά τα τελευταία χρόνια έχει περιθωριοποιηθεί η παλιά Ιαπωνική τσιπούρα εκτροφής και έχει αναπτυχθεί ένα νέο είδος τσιπούρας το οποίο φέρει τον κωδικό “G” (από το “Greek”), µε χρωµατικά και µορφολογικά στοιχεία παραπλήσια της άγριας, γηγενούς τσιπούρας, στοιχείο που κάνει το διαχωρισµό των ειδών αρκετά πιο δύσκολο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τα ελεύθερα από τα κλουβίσια ψάρια, χρειάζεται την αφή και ίσως το νύχι µας για να διαπιστωθεί, αλλά είναι πιο σίγουρο από τη σύγκριση των χρωµάτων. Αν λοιπόν ξύσουµε τα λέπια της τσιπούρας εκτροφής, θα δούµε πως είναι πολύ-πολύ µικρά, αφού συγκεντρώνονται πάρα πολλά ψάρια σε µικρό χώρο και αναπόφευκτα υπάρχει τριβή µεταξύ τους που δεν αφήνει τα λέπια τους να αναπτυχθούν. Έτσι, για όλη τους τη ζωή τα λέπια τους παραµένουν δυσανάλογα µικρά σε σχέση µε το µέγεθος και την ηλικία τους, αντίθετα µε αυτά των «άγριων» ψαριών που µεγαλώνουν όσο το ψάρι µεγαλώνει και αυτό.
Την τσιπούρα θα την αναζητήσουµε σε αµµώδεις και µεικτούς βυθούς, σε τόπους µε µεγάλα διαστήµατα ποσειδωνίας ανάµεσα στα νέτα («άσπρα-µαύρα») και γενικά όπου υπάρχουν καβούρια, όστρακα και µύδια, οργανισµοί που αποτελούν την κύρια τροφή της. Οι τσιπούρες είναι πρωτάνδρα ερµαφρόδιτα ψάρια, δηλαδή γεννιούνται πρώτα ως αρσενικά και µετά από περίπου τρία χρόνια κάνουν αναστροφή φύλου και γίνονται θηλυκά. Ενηλικιώνονται σεξουαλικά ως αρσενικά όταν γίνουν δύο χρονών (µήκος 20-30 εκατοστά, βάρος 350 µε 400 γραµµάρια). Όταν γίνουν τριών χρονών (µήκος 30 – 40 εκατοστά, βάρος 600 γραµµάρια περίπου), οι αρσενικές τσιπούρες γίνονται θηλυκές και η εποχή της αναπαραγωγής τους προσδιορίζεται µεταξύ Οκτωβρίου και ∆εκεµβρίου. Εποµένως, η αναζήτηση των µεγάλων ατόµων θα γίνει κυρίως προς το τέλος του ∆εκέµβρη και έπειτα, όπου τελειώνει η εποχή της αναπαραγωγής της, και όσα ψάρια πλησιάζουν αυτή τη εποχή της ακτές είναι κυρίως τα µεγαλύτερα, και λόγω της εναπόθεσης των αυγών τους εξαντληµένα και πολύ πεινασµένα. Η τροφή της τσιπούρας κατά τους χειµερινούς µήνες πρέπει να είναι πλούσια σε πρωτεΐνη, για να µεγαλώσει η θηλυκή τα αυγά της και να µπορεί να τα γονιµοποιήσει η αρσενική και αυτό φαίνεται από τις προτιµήσεις της στα δολώµατα που της προσφέρει ο ψαράς. Μεγάλα κοµµάτια φαραώ, ολόκληρο αµερικάνικο, πορφύρα, σαρδέλα και φυσικά το καραβιδάκι (µαµούνι) πολλές φορές δολωµένο διπλό, είναι µερικές από τις προτιµήσεις της! Το καλοκαίρι η τσιπούρα αλλάζει διατροφικές συνήθειες και µπορεί να τιµήσει σχεδόν οποιοδήποτε δόλωµα της προσφέρουµε, µιας και οι ανάγκες της για τη συγκέντρωση αποθεµάτων λίπους λίγο πριν από την αναπαραγωγή είναι µεγάλες.
Αρµατωσιές για τσιπούρα
Οι αρµατωσιές που χρησιµοποιώ για το ψάρεµα της τσιπούρας είναι κυρίως το σταθερό µονάγκιστρο και το συρόµενο µε sissy. Βέβαια στην αναζήτηση της καταλληλότερης αρµατωσιάς για το ψάρεµα της «κυρίας», θα συναντήσουµε πολλές και διαφορετικές παραλλαγές, ανάλογα µε τον τόπο, την εποχή και το δόλωµα που χρησιµοποιεί ο εκάστοτε ψαράς. Ο βασικός λόγος για τον οποίον τις ψαρεύω µε «µονές» αρµατωσιές είναι η καχυποψία τους, µιας και αυτό είναι από τα κύρια χαρακτηριστικά τους γνωρίσµατα. Η κατασκευή της αρµατωσιάς µου φροντίζω να είναι όσο το δυνατόν διακριτική αλλά και δυνατή ταυτόχρονα. ∆ε θα βάλω σε καµία περίπτωση πούλιες, χάντρες κτλ., και θα προσέξω το αγκίστρι µου να είναι καλά κρυµµένο µέσα στο δόλωµά µου. Ακόµα και η βολή µου προσπαθώ να είναι τέτοια ώστε το δόλωµα να πέσει στο νερό στην καλύτερη δυνατή κατάσταση!
Για να τιµήσει το αγκίστρι µας µια τσιπούρα δύο και τριών κιλών, δε θα πρέπει τίποτα να την πονηρέψει, και όταν τελικά καταφέρουµε να την ξεγελάσουµε, θα παλέψει µέχρι την τελευταία στιγµή για τη διαφυγή της. Μου έρχονται στο µυαλό πολλές περιπτώσεις όπου το ψάρι ήρθε µέχρι την απόχη, αλλά την τελευταία στιγµή έκοψε το παράµαλλό µου. Επειδή µια αρµατωσιά ξεκινά από το µηχανισµό µας, έτσι και εγώ θα ξεκινήσω λέγοντας ότι το πρώτο και απαραίτητο εξάρτηµα της αρµατωσιάς µου είναι το shock leader. Αυτό θα κρατήσει την αρµατωσιά µου ανέπαφη και ασφαλή, τόσο κατά τη διάρκεια της βολής µου, όσο και στην ενδεχόµενη περίπτωση να πέσει λίγο µετά από µια συστάδα κοφτερών βράχων, σκαλωµάτων κτλ. Η διάµετρός του θα είναι από 0,45 έως 0,60 mm, από νάυλον υλικό πολύ καλής ποιότητας και φυσικά όσο το δυνατόν αόρατο. Ο κόµπος για τη σύνδεσή του µε την µάνα του µηχανισµού είναι ο Double Uni (δες σκίτσο), ένας κόµπος εύκολος στη κατασκευή του και αρκετά αξιόπιστος στο ψάρεµά του.
Εξερεύνηση βυθού, αναζητώντας τις τσιπούρες
Κατά την άφιξή µου σε έναν άγνωστο ψαρότοπο στον οποίο θα αναζητήσω τις τσιπούρες, το πρώτο πράγµα που θα κάνω, είναι να δω -αν είναι δυνατόν- τη µορφολογία του βυθού. Ο τρόπος είναι ο εξής, δένουµε ένα µολύβι στην άκρη της µάνας (χωρίς αρµατωσιά), κατόπιν πραγµατοποιούµε µια βολή στο σηµείο ενδιαφέροντος, και αφού το µολύβι µας ακουµπήσει στο βυθό, αρχίζουµε σιγά-σιγά να µαζεύουµε. Με αυτόν τον τρόπο µπορούµε να καταλάβουµε περίπου, τη µορφολογία του βυθού. Αν ο βυθός είναι τραχύς, µε πολλά σκαλώµατα, δυνατά ρεύµατα κτλ. θα προτιµήσουµε να ψαρέψουµε µε σταθερό µονάγκιστρο, στο οποίο τις περισσότερες φορές η χρήση απελευθερωτή είναι απαραίτητη, µιας και στο τράβηγµα του ψαριού µπορεί εύκολα να σκαλώσει το µολύβι µας, µε κίνδυνο να χάσουµε την αρµατωσιά µας, αλλά κυρίως το ψάρι.
Υλικά κατασκευής για την αρματωσιά
Για την κατασκευή της αρµατωσιάς µου στο ψάρεμα για τσιπούρες χρησιµοποιώ τα εξής υλικά: στριφτάρι µαύρου χρώµατος, µεγέθους 4 ή 5, για τη σύνδεση της αρµατωσιάς µου µε το shock leader, πετονιά µε µήκος από ένα έως και τρία µέτρα για τη βάση της αρµατωσιάς, διαµέτρου 0,35-0,45 mm, πολύ καλής ποιότητας. Για τη σύνδεση του παράµαλλου µε την παραµάνα χρησιµοποιώ στριφτάρι µεγέθους 3, το οποίο το ασφαλίζω µε ελαστικά στόπερ. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγω τα µπερδέµατα της αρµατωσιάς µου. Τη µεγαλύτερη σηµασία όµως θα τη δώσω στο παράµαλλό µου και αυτό διότι θα καταπονηθεί περισσότερο και θα κινδυνέψει «θανάσιµα» από τα σαγόνια µιας µεγάλης τσιπούρας. Έτσι λοιπόν το παράµαλλό µου έχει µήκος λιγότερο από µία οργιά, προέρχεται από πετονιά εξαιρετικής ποιότητας fluorocarbon και η διάµετρός του κυµαίνεται από 0,35 έως 0,45 mm. Τέλος, για το αγκίστρι έχω να πω ότι πιστεύω ότι «το µέγεθος δε µετράει», σε αντίθεση µε πολλούς ψαράδες που υπεραµύνονται της αντίθετης άποψης. Το αγκίστρι µου έχει πάντα µέγεθος ανάλογο του χρησιµοποιούµενου δολώµατος και έτσι είναι σχεδόν αόρατο καθώς κρύβεται µέσα του, αποφεύγοντας µε αυτό τον τρόπο, να προκαλέσω την έντονη καχυποψία που χαρακτηρίζει την -αλανιάρα κυρίως- τσιπούρα! Στην περίπτωση ήπιου βυθού χωρίς σκαλώµατα και µε µεγάλα διαστήµατα άµµου, κάνω χρήση µονάγκιστρης αρµατωσιάς µε sissy. Εµπιστεύοµαι τη συγκεκριµένη αρµατωσιά σε αυτό το βυθό γιατί είναι πιο «πονηρή» στο ψάρεµα της τσιπούρας και από την στιγµή που πέσει στο νερό, αφήνοντας τα φρένα του µηχανισµού ανοιχτά, το ψάρι µπορεί να «παίξει» µε το δόλωµά µου και στο τέλος να το αρπάξει, χωρίς να βρει καµία αντίσταση από το µολύβι µου και να πονηρευτεί! Τα υλικά είναι ακριβώς τα ίδια σε ποιότητα και διαµέτρους µε αυτά της µονάγκιστρης σταθερής αρµατωσιάς, µε τη µόνη διαφορά ότι εδώ το στριφτάρι µε το παράµαλλό µου δένεται απευθείας επάνω στο shock leader. Επίσης, κατά τη διάρκεια της ηµέρας και όταν τα νερά είναι καθαρά, προτιµώ να κάνω χρήση µικρού µεγέθους sissy για ευνόητους λόγους.
Πιστεύω και εύχοµαι να έγινα κατανοητός και να βοήθησα µε τα παραπάνω τους φίλους ψαράδες που αγαπούν το ψάρεµα της «αυτού µεγαλειότητος», βασίλισσας των ακτών µας, τσιπούρας!
Published in CASTING