Δεν υπάρχει πιο κατάλληλη στιγμή για έναν αρθρογράφο, που θέλει να εξιστορήσει μια ψαρευτική του εξόρμηση, από την συγγραφή της ιστορίας τις αμέσως επόμενες ώρες της εξόρμησης που προηγήθηκε.
Όλα είναι φρέσκα και ξεκάθαρα μέσα στο νου, ακόμη και η μυρωδιά του ξυρισμένου neoprene διάχυτη σε ολόκληρο το κορμί με το σημάδι από το ολόγραμμα της μάσκας, νωπό και ανάγλυφα χαραγμένο στο πρόσωπο του, σαν στέμμα προδίδει όλα όσα προηγήθηκαν.
Ένα ακόμη ψαρευτικό διήμερο μόλις είχε ολοκληρωθεί, και γω νιώθω την ανάγκη να γράψω, να πω, να μοιραστώ όλα όσα έφυγαν πίσω στο χρόνο. Ουσιώδη και μη δεν θα έχουν σημασία αν σφραγιστούν και μείνουν μέσα στη θύμησή μου, θα είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ… Αυτός ο Κυριάκος… καλό παιδί αλλά…. στο στρατό θα έπρεπε να βραβεύτηκε σαν ο θαλαμοφύλακας της χρονιάς. Αυτός ο γδούπος στην ξύλινη πόρτα από το χέρι του, όταν την χτυπά αξημέρωτα ακόμα, μέχρι και πονοκέφαλο μπορεί να σου προκαλέσει, όταν μάλιστα αυτή η συνήθεια ακολουθείται από την τόσο απαλή και γλυκιά φωνούλα…, “ΞΥΠΝΑΤΕΕΕ ΡΕΕΕ κοντεύει να ξημερώσει”, θες δεν θες διακόπτεις βίαια το έργο του Μορφέα.
Με μόνη συντροφιά τα λιγοστά άστρα, που είναι ακόμα εμφανή στο ουράνιο στερέωμα και αυτή την υπέροχη μυρωδιά που αφήνει η Φθινοπωρινή γη, που δυστυχώς έχουμε χάσει, όλοι όσοι ζούμε σε μεγαλουπόλεις, σε κάνει να κοντοστέκεσαι….να ανασάνεις ξανά και ξανά μπας χορτάσεις. Έτσι μπήκαμε αμίλητοι στο αμάξι για τα λίγα λεπτά διαδρομής μέχρι το λιμάνι. Ο χρόνος αμείλικτα ακριβής, σπρώχνει το λυκαυγές να κάνει δειλά την εμφάνισή του, όση ώρα φορτώνουμε και ταχτοποιούμε τα πράγματα μας στο μικρό σκάφος. Τελειώνοντας, γύρισα κοίταξα το ρολόι μου και έστρεψα το κεφάλι μου στον ουρανό γεμάτος απορία γιατί ο ήλιος ακόμη δεν είχε χαράξει την καινούρια μέρα! Μα πως να μπορέσει όταν βαριά σύννεφα απλώνονταν παντού εμποδίζοντας το έργο του. Η ΕΜΥ για άλλη μια φορά είχε πέσει έξω, σύνηθες και αναμενόμενο φαινόμενο κατά τους φθινοπωρινούς και ανοιξιάτικους μήνες. Έτσι από ηλιοφάνεια και άπνοια που έδιναν, είχαμε βαριά συννεφιά και ελαφρύ βόρειο αεράκι να ρυτιδιάζει την επιφάνεια της θάλασσας. Τέτοια ώρα ελαφρύ αεράκι…κακό σημάδι… σκέψη που έγινε φωνή, που συνέλαβε η ακοή του Κούλη, δείχνοντας του συγχρόνως τα σημάδια.
Δεν ντυνόμαστε από δω για καλό και για κακό, να κερδίσουμε και λίγο χρόνο… συνέχισα….Πρόταση που βρήκε άμεση ανταπόκριση. Το γύρισμα του κλειδιού έδωσε ζωή στον μέχρι πρότινος άψυχο κινητήρα χαλώντας την πρωινή ηρεμία. Μετά από λίγα λεπτά λειτουργίας της μηχανής στο ρελαντί και να σου οι πρώτες στάλες να χτυπούν κονσόλα, σκάφος, θάλασσα. Τα σύννεφα μην έχοντας δύναμη να κρατήσουν το βαρύ φορτίο τους άρχισαν να το αδειάζουν.
Καλά καλά δεν είχαμε προλάβει να βγούμε στην ανοιχτή θάλασσα όταν οι μέχρι πρότινος ψιχάλες μεταμορφώθηκαν σε χοντρές σταγόνες βροχής. Με τις μάσκες στο πρόσωπο και χαμηλή ταχύτητα συνεχίσαμε την πορεία μας, γνωρίζοντας πως οι φθινοπωρινές μπόρες συνήθως είναι μεγάλης έντασης και μικρής διάρκειας. Έτσι και έγινε μέσα στα επόμενα δέκα λεπτά είχε δυναμώσει τόσο η βροχή, που έριξε την ορατότητα σε χαμηλά επίπεδα. Κρατώντας τις στροφές χαμηλά και με σταθερή πορεία συνεχίσαμε για τον τελικό μας προορισμό. Η φύση επαληθεύτηκε για άλλη μια φορά, όταν η βροχή έτσι ξαφνικά έκοψε όπως ακριβώς ξεκίνησε, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος συννεφιάς, αφήνοντας επιτέλους τις αχτίνες του ήλιου να χαϊδέψουν και να ζεστάνουν τούτη την πλευρά της γης.
Μια θάλασσα λάδι, ένας λαμπρός ήλιος που αρχίζει να καίει. Κατάσταση που σε τίποτα δεν θύμιζε αυτό που προηγήθηκε. Το χέρι σπρώχνει την μανέττα του γκαζιού μπροστά ανεβάζοντας τις στροφές του κινητήρα αναγκάζοντας το μικρό σκαφάκι να πάει γρηγορότερα στον τελικό του προορισμό. Φτάνοντας, αφήσαμε την μηχανή να δουλέψει για λίγο στο ρελαντί, και όσο ποιο αθόρυβα γίνεται αφήσαμε την άγκυρα να γλιστρήσει στο νερό και ένας ένας ακολούθησε τον ίδιο δρόμο.
Επιτέλους ψαρεύαμε…!
Πρωταρχικό μέλημα, έλεγχος στην άγκυρα αν αυτή έχει «πιάσει» καλά στο βυθό (για να μην βρεθούμε στην δυσάρεστη θέση αντί για ψάρια να κυνηγάμε βάρκες). Κολύμπι παράλληλα με την ακτή, με τον ένα να ψάχνει σχισμές και τρύπες και τον άλλο να πλανάρει και να ελέγχει την αποχή. Η γοητεία του κλασσικού προσπαθεί να βρει εφαρμογή σε τεχνικές που συνήθως αποδίδουν.
Γντούμπ…..ήχος από το θόρυβο της βολής του αεροβόλου του Κυριάκου κάνει τις καλόγριες να σπάνε βίαια, χαλώντας την ηρεμία και σπάει τη σιωπή. Η περιέργεια με σπρώχνει προς την πλευρά του, εξάλλου η δική μου πλευρά δεν είχε κανένα ενδιαφέρον και αυτό με είχε κουράσει. Φτάνοντας βλέπω το όπλο του να αιωρείται έξω από τρύπα στη βάση ενός μονόπετρου, από αυτά που τα 2/3 του μεγέθους τους βρίσκεται έξω από το νερό και το υπόλοιπο από κάτω και τον ίδιο να σημαδεύει για δεύτερη φορά το εσωτερικό της. Επιστρέφοντας στην επιφάνεια και μετά από λίγα λεπτά ηρεμίας, με ενημέρωσε πως μόλις είχε δευτερώσει ένα ροφό. Πριν καταδυθώ τον άκουσα να λέει:
“Μπλέξαμε….., έχω την εντύπωση πως μετά την πρώτη βολή έμπλεξε η βέργα, και θα ταλαιπωρηθούμε”.
Στα αμέσως επόμενα λεπτά, φτάνοντας στο προθαλάμι, αντικρίζω ένα ροφό, παραδομένο, να βρίσκεται ακουμπισμένο με το πλάι και με το κεφάλι ανοιχτό να κοιτά την έξοδο. Άπλωσα το χέρι να τραβήξω την δεύτερη βέργα η οποία ερχόταν έξω άνετα, αλλά το ψάρι αρνιόταν πεισματικά να την ακολουθήσει αφού από την πρώτη βέργα το μόνο που μπορούσες να δεις ήταν η πίσω άκρη της, που είχε σφηνωθεί σε μια εγκοπή του βράχου και ήταν η αιτία που αδυνατούσαμε να πάρουμε πάνω το ψάρι. Το μόνο καλό της υπόθεσης πως το βάθος ήταν μικρό και επέτρεπε μεγάλες παραμονές.
Σε επόμενη βουτιά τέντωσα το χέρι και έπιασα το ψάρι από τα χείλη προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να κάνω το ψάρι μοχλό μπας και καταφέρω να μετακινήσω την σφηνωμένη βέργα. Αυτό στάθηκε μάταιο και από μένα και από τον Κυριάκο. Το μόνο που καταφέραμε ήταν, να σπρώξουμε λίγο ποιο βαθιά το ψάρι στην τρύπα και τίποτα περισσότερο. Ακουμπισμένοι στις σημαδούρες συζητούσαμε και προσπαθούσαμε να βρούμε λύση για το πως θα καταφέρουμε να απεγκλωβίσουμε την φρακαρισμένη βέργα. Σκέψη για να παρατήσουμε κάτω τέτοιο ψάρι, ούτε λόγος. Η ιδέα, πως ίσως με το αλουμινένιο κουπί της βάρκας θα μπορούσαμε να κάναμε δουλειά, ήταν καλή αλλά κολλούσε στο ότι αυτό δεν θα χώραγε για να σπρώξει την βέργα.
“Ναι αλλά αν στην άκρη του δέσουμε ένα γαλλικό κλειδί από αυτά που έχω στο σκάφος τότε ίσως….”, συμπλήρωσε ο Κυριάκος.
Άλλη ιδέα και επιλογή δεν υπήρχε, οπότε ανεβήκαμε στο σκάφος τραβήξαμε έξω το ένα κουπί βγάλαμε από τα εργαλεία ένα μικρό γαλλικό κλειδί, δυο ταιράπ και σε λιγότερο από πέντε λεπτά βρισκόμαστε ξανά στο νερό με την πρωτότυπη ιδιοκατασκευή στο χέρι. Τα δύσκολα γίνανε εύκολα και σε λίγα λεπτά, με μερικές επιπλέον βουτιές ήρθε έξω το ψάρι μαζί με τις βέργες. Απλά πράγματα που γεμίζουν με πληρότητα τον άνθρωπο κάνοντάς τον να νιώθει σπουδαίος… μεγάλος και ευτυχισμένος.