Ο κυπρίνος είναι ένα ψάρι πολύ κοινό σε όλη την Ευρώπη. Περιζήτητο στους κοινούς ψαράδες µε καλάµι, αλλά και µια διαρκής πρόκληση για τους «ειδικούς» στο ψάρεµά του, οι οποίοι προσπαθούν να πιάσουν ψάρια µε πραγµατικά πολύ µεγάλες διαστάσεις.
Ο κυπρίνος ή γριβάδι ή σαζάνι ή µπουτσκάρι (cyprinus carpio), κατάγεται απ’ την Ασία. Είναι κοινότατο είδος στην Κίνα, όπου εκτρέφεται στους ορυζώνες και σε ειδικά έλη, είναι δε πολυάριθµο σε όλα σχεδόν τα νερά, στάσιµα ή τρεχούµενα, της νότιας και κεντρικής Ασίας. Απ’ τη Μικρά Ασία, σύµφωνα µε όσα λένε κάποιοι, ο κυπρίνος πέρασε και στην Ευρώπη. Τώρα είναι κοινότατος στην Ουγγαρία, στα ποτάµια της Αυστρίας, της Σερβίας, της Ρουµανίας και γενικά σε όλη την Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα που υπάρχει σε όλες τις λίµνες µας.
Το γριβάδι όπως είναι γνωστό στην πλειοψηφία των ψαράδων, συναντάται περισσότερο σε στάσιµα, αρκετά βαθιά νερά, οπωσδήποτε πλούσια σε υποβρύχια βλάστηση και συνεπώς επαρκώς οξυγονωµένα. Του αρέσει να µετακινείται οκνηρά στα ζεστά νερά, ψάχνοντας για τροφή κυρίως στο βυθό και πιο σπάνια στα µεσόνερα ή την επιφάνεια.
Η ανάπτυξη του κυπρίνου στις ελληνικές λίµνες, είναι πολύ πιο αργή συγκριτικά µε αυτή των ψαριών που ζουν σε λίµνες του εξωτερικού, και αυτό γιατί οι λίµνες είναι πολύ µεγάλες σε έκταση και δεν υπάρχει επάρκεια τροφής. Ένας ακόµα λόγος είναι η µειωµένη κινητικότητά του όσο η θερµοκρασία του νερού πέφτει, φαινόµενο πολύ πιο έντονο στη Βόρεια Ελλάδα. Έτσι, τους χειµερινούς µήνες το ψάρι ακινητεί στο βυθό της λίµνης, χώνεται µέσα στη λάσπη και µειώνει στο ελάχιστο το µεταβολισµό του, κάνοντας συντήρηση δυνάµεων µέχρι να ανέβει ξανά η θερµοκρασία του νερού, οπότε και µπαίνει σε διατροφικό οίστρο. Είναι λοιπόν λογικό να µην αναπτύσσεται καθ’ όλη το διάστηµα της διατροφικής του νάρκης, µε επακόλουθο την πολύ αργή του ανάπτυξη.
Το ψάρεµά του µπορεί να γίνει όλες τις εποχές του έτους, χωρίς να προϋποθέτει εξειδικευµένες γνώσεις για κάποιον που θέλει να ξεκινήσει µε µικρά ψάρια του είδους, ενώ όσο µεγαλύτερος είναι ένας κυπρίνος, τόσο µεγαλύτερη εµπειρία θα πρέπει να έχει ο κυπρινοψαράς.
Αναπαραγωγή του κυπρίνου
Το γριβάδι αναπαράγεται το µήνα Ιούνιο, αλλά σε µερικά –πιο ζεστά- νερά η γονιµοποίηση αρχίζει τον Μάιο και σε άλλα, πολύ κρύα, τον Ιούλιο.
Για την αναπαραγωγή του χρειάζεται θερµοκρασίες νερού τουλάχιστον 18ο C και η γονιµοποίηση διευκολύνεται εξαιρετικά από υψηλότερες θερµοκρασία. Με 22-23º C παρατηρούνται οι ιδεώδεις συνθήκες για την εναπόθεση των αυγών και τη γοργή επώασή τους. Όταν το γριβάδι σκοπεύει στην αναπαραγωγή, πλησιάζει στην όχθη, περιπλανιέται σε ρηχά νερά, κοντά στα µέρη µε πολλούς καλαµώνες, µέσα στους οποίους χτυπιέται αδιάκοπα στην προσπάθεια του να απελευθερώσει τα αυγά του.
Σε σχέση µε το εξωτερικό, η Ελλάδα είναι πολύ πίσω στο θέµα τις προστασίας, αφού δε δίνει τον έλεγχο στους πολλούς πιστοποιηµένους συλλόγους που έχει, έστω και δοκιµαστικά, ώστε να εξαλειφθεί το φαινόµενο των παρανόµων κατά την αναπαραγωγική περίοδο.
∆ιατροφικές συνήθειες του κυπρίνου
Οι κυπρίνοι τρώνε απ’ όλα, όπως εξάλλου συµβαίνει και µε τα περισσότερα κυπρινοειδή. Μπορούν να συµπεριλάβουν στη διατροφή τους οτιδήποτε, από οστρακόδερµα, αυγά και γόνο ψαριών, µέχρι προνύµφες εντόµων, έντοµα, αποµεινάρια χόρτων και άλλα πράγµατα που από πρώτη όψη θα µπορούσαν να φανούν ακατάλληλα για τη διατροφή των ψαριών, όπως λόγου χάρη απόβλητα οχετών κλπ. Ο κυπρίνος είναι µεγάλος «καταβροχθιστής» όλων αυτών των ουσιών και µπορεί να αφοµοιώσει µε µεγάλη άνεση οτιδήποτε, ακόµη και το πιο δύσπεπτο.
Έτσι, για να έχουµε ένα επιτυχηµένο ψάρεµα θα πρέπει να εµβαθύνουµε όλο και πιο πολύ στον τρόπο κατασκευής µιας µπίλιας (το κυρίως πιάτο εδώ και χρόνια για τους κυπρίνους) ή να βρούµε µία καταξιωµένη εταιρεία στον χώρο, η οποία θα καλύπτει τις ανάγκες µας τόσο οικονοµικά, όσο και από πλευράς απόδοσης-αποτελεσµατικότητας στο ψάρεµα. Η εµπειρία πάντως έχει δείξει, πως ένα έτοιµο δόλωµα από γνωστή εταιρεία, σε συνδυασµό µε µία καλή µαλάγρα κατασκευασµένη από εµάς, έχει συνήθως καλύτερη απόδοση και πιο ουσιαστικά αποτελέσµατα από πολλά πειράµατά µας. Ο κυπρίνος κατακερµατίζει µε µεγάλη ευκολία τροφές δύσκολες να φαγωθούν από άλλα ψάρια, χρησιµοποιώντας τα φαρυγγικά του δόντια, και δε φοβάται να καταναλώσει ακόµη και ογκώδεις τροφές. Βέβαια υπάρχουν κάποιες που του προκαλούν «βαρυστοµαχιά» και αυτές είναι κυρίως µεγάλοι σπόροι τους οποίους δυσκολεύεται να χωνέψει. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτό των tiger nuts, τα οποία παρόλο που αποτελούν ένα σίγουρο µέσο για τη σύλληψη όµορφων ψαριών, είναι πολλές φορές επικίνδυνα για την επιβίωσή του, αφού δεν σταµατά να καταναλώνει όσα και να τον ταΐσουµε, αδυνατώντας όµως να τα χωνέψει.
Η όρεξη του κυπρίνου µεγαλώνει σε σχετικά ζεστά νερά. Όταν η θερµοκρασία των νερών κατεβαίνει κάτω από τους 15ºC, το ψάρι εκδηλώνει πολύ µικρότερη διάθεση να τραφεί και τότε είναι πραγµατικά δύσκολο να πιαστεί.
∆ιάρκεια ψαρεµάτων για τον κυπρίνο
Το ψάρεµα του κυπρίνου προϋποθέτει συνήθως να διαθέτουµε χρόνο. Έχω δει πολλούς ψαράδες να προσπαθούν να κάνουν µία επιτυχηµένη ψαριά µέσα σε ένα απόγευµα και τελικά να απογοητεύονται. Για να µπορέσει κάποιος να ψαρέψει σωστά το συγκεκριµένο ψάρι, θα πρέπει να διαθέσει τουλάχιστον 24 ώρες, µε τις 72 να προδιαγράφονται ως τον αποτελεσµατικότερο χρονικό διάστηµα για τη σύλληψη αξιόλογων ψαριών. ∆εν πρέπει να ξεχνάµε ότι η βασική προϋπόθεση για το ψάρεµα του κυπρίνου είναι το σωστό µαλάγρωµα του βυθού µπροστά από την τοποθεσία που θα στήσουµε τον εξοπλισµό µας. Έτσι, τις πρώτες 12 µε 18 ώρες θα πρέπει να κάνουµε εντατικό τάισµα της ψαρεύτρας µας και τις υπόλοιπες ώρες να αναζητούµε το καλύτερο σηµείο για να ρίξουµε τις αρµατωσιές µας και να πάρουµε τσιµπιές.
Ο κυπρίνος µπορεί να χαρακτηριστεί «ο βασιλιάς των ελληνικών λιµνών», αφού είναι εξαιρετικά πονηρός και καχύποπτος, προβάλλει πολύ σθεναρή αντίσταση και µπορεί να µας χαρίσει µοναδική δράση, εκτοξεύοντας την αδρεναλίνη µας στα ύψη. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στο ψάρεµά του κάνουν την απελευθέρωση του ψαριού επιτακτική, ώστε να έχουµε και εµείς µε τη σειρά µας ένα ξεχωριστό κίνητρο: να µπορούµε στο µέλλον να αναµετρηθούµε µε ένα ακόµη µεγαλύτερο ψάρι!