Στη συρτή µε µολύβι φύλακα και δόλωµα ζωντανό, από τη στιγµή που θα εντοπίσουµε τα ψάρια στο βυθόµετρο, ξεκινά µια ακολουθία ενεργειών, προσαρµοσµένων πάντα στις επικρατούσες συνθήκες.
Οι πιο έµπειροι θα κινηθούν γύρω και µέσα στο κοπάδι των ψαριών, µε κινήσεις αργές και προσεχτικές, σα να εκτελούν µε τη βάρκα τους µια χορογραφία. Οι πιο νέοι και άπειροι θα κινηθούν νευρικά και γρήγορα, συνήθως σε ευθείες πορείες, χιαστί πάνω από τον τόπο, σα να προσπαθούν να πετύχουν µε τα αγκίστριά τους κάποιο ψάρι, για να το καρφώσουν. Αν εξαιρέσουµε τις περιπτώσεις όπου τα ψάρια τρώνε σχεδόν τα πάντα και επιτίθενται σε ότι κινείται (εφόσον δεν αποτελεί κίνδυνο για αυτά), η παρουσία και µόνο του δολώµατος στο βυθό, τις περισσότερες περιπτώσεις δεν µας εξασφαλίζει την επιτυχία.
Αρκεί να αναφέρω µερικούς βασικούς παράγοντες που θα επηρεάσουν αρνητικά το ψάρεµά µας, για να γίνει αντιληπτή η πολυπλοκότητα της κατάστασης:
•Ο τόπος είναι αρκετά ψαρεµένος και τα ψάρια κινούνται καχύποπτα και διστακτικά.
•Στον ίδιο τόπο ψαρεύουν ταυτόχρονα 2,3 ή και περισσότερες βάρκες.
•Το βάθος είναι µικρό και τα ψάρια σε εγρήγορση, µε τον παραµικρό θόρυβο.
•Τα νερά είναι θολά και τα δολώµατα δυσδιάκριτα, ακόµα και σε µικρή απόσταση.
•Τα ψάρια είναι αυγωµένα, δυσκίνητα και δεν κυνηγούν.
•Τα ψάρια έχουν ήδη κυνηγήσει και έχουν φάει νωρίτερα.
Για να έχουµε λοιπόν αποτέλεσµα, θα πρέπει:
1. Να κινούµαστε όσο πιο κοντά γίνεται στο βάθος που εντοπίσαµε ψάρια.
2. Ο χρόνος παραµονής µας στον τόπο θα πρέπει να παρατείνεται όσο περισσότερο γίνεται, αθόρυβα και χωρίς νευρικές µετακινήσεις του δολώµατος και του φύλακα.
3. Τα δόλωµα θα πρέπει να είναι σε άριστη κατάσταση, να κινείται αργά και φυσικά, σχεδόν ελεύθερο να εκδηλώσει όλες τις αντιδράσεις του, ακόµα και στη θέα του υποψήφιου θηρευτή.
4. Να έχουµε καλή αίσθηση στις αντιδράσεις του ζωντανού και φυσικά στα χτυπήµατα που πιθανόν να δεχτεί από µικρότερα ψάρια, ή από µεγαλύτερα λίγο πριν το τελειωτικό χτύπηµα.
5. Να µπορούµε να επιβραδύνουµε πολύ (σχεδόν να ακινητοποιήσουµε) το δόλωµα την στιγµή της επίθεσης, λίγο πριν το κάρφωµα. Αν προσπαθήσει κανείς να ψαρέψει στα 80 µέτρα βάθος, µε ταχύτητα 1,5 κόµβο, 500 γρ. φύλακα και τη µποµπίνα αδειανή… θα αντιληφθεί αµέσως πως ο κοινός παρονοµαστής σε όσα έχουν προαναφερθεί, είναι η ταχύτητα.
Κάθε µηχανή (η εφεδρική κατά κύριο λόγο στο ψάρεµά µας) µπορεί να πιάσει υπό κανονικές συνθήκες µια ελάχιστη ταχύτητα. Με τον άνεµο, τα επιφανειακά ρεύµατα και τον κυµατισµό, αυτή η ελάχιστη τιµή µπορεί να µεταβληθεί ριζικά. Το πρόβληµά µας δεν είναι βέβαια η ελάττωση της κατώτατης τιµής της ταχύτητας αλλά η αύξησή της, εφόσον οι τιµές θα πρέπει κατ’ επιλογή µας να κυµαίνονται συνεχώς από 0 – 0,8 κόµβους.
Ειδικά σε βάθη που ξεπερνούν τα 60-70 µέτρα, µε πολλά επιπλέον µέτρα νήµατος στη θάλασσα, το πρόβληµα δεν αντιµετωπίζεται µε µεγάλα µολύβια. Οι αντιστάσεις θα αυξηθούν, θα χαθεί η επαφή µας µε το δόλωµα και αυτό θα κινείται πλέον πλάγια ή περιστροφικά, προκαλώντας περισσότερο την περιέργεια παρά τις επιθέσεις των ψαριών. Ακόµα και σε ένα χτύπηµα, αυτό που καταφέρνουµε συνήθως είναι να παίρνουµε το δόλωµα µέσα από στο στόµα του ψαριού.
Τι εµπειρία και αυτή για ένα ψάρι… να βλέπει το κοµµατιασµένο καλαµάρι να συνεχίζει απτόητο την πορεία του! Για να έχουµε τον πλήρη έλεγχο στην ταχύτητα του σκάφους και κατ’ επέκταση στην ταχύτητα του δολώµατος, θα πρέπει να ακολουθήσουµε συγκεκριµένες πορείες. Σε κάθε περίπτωση όταν ο φύλακας χτυπήσει στο βυθό, µαζεύουµε µε αργό ρυθµό. Για να ελέγξουµε το βάθος ή να επιβραδύνουµε στιγµιαία το δόλωµα, αφήνουµε επιπλέον νήµα, πάντα ελεγχόµενα, εφαρµόζοντας το δάχτυλό µας στη µποµπίνα.
Εφόσον ψαρεύουµε µε αρµατωσιά συρτής (κοντό παράµαλλο για το φύλακα, µακρύ για το δόλωµα) και µε ταχύτητες πολύ µικρές (οριακά µπορεί η ταχύτητα να µηδενιστεί για µερικά δευτερόλεπτα), θα πρέπει να είµαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί.
1.Το χαλαρό παράµαλλο δε βοηθά στο κάρφωµα. Έτσι, αρκετά ψάρια, αντιλαµβανόµενα την πετονιά ή τα αγκίστρια, προλαβαίνουν να φτύσουν το δόλωµα.
2. Όταν χαλαρώνει υπερβολικά το παράµαλλο, το ζωντανό δόλωµα τείνει να κινηθεί προς τα κάτω, µε αποτέλεσµα να πιάνεται συχνά στο βυθό µε τα αγκίστρια.
3. Τα µεγαλύτερα ψάρια και κυρίως τα «µαύρα», έχουν συχνά το περιθώριο να αρπάξουν το δόλωµα και να βραχώσουν. Κάθε πιάσιµο λοιπόν του δολώµατος στο βυθό, θα πρέπει να αντιµετωπίζεται σαν ψάρι βραχωµένο, µέχρι αποδείξεως του εναντίου…
Χωρίς ρεύµα, άνεµο, ή κυµατισµό
A) Κινούµαστε παράλληλα µε τα ψάρια, και όταν τα προσπεράσουµε στρίβουµε σιγά-σιγά τη βάρκα, για έρθουµε σε κάθετη σχεδόν πορεία µε την αρχική, µε σκοπό να περάσει η αρµατωσιά µας διαγώνια µέσα από το κοπάδι.
B) Περνάµε πάνω ακριβώς από τα ψάρια και ξεκοµπλάρουµε την ταχύτητα, αφήνοντας τη βάρκα να κυλίσει στην ευθεία µέχρι σχεδόν να σταµατήσει. Στη συνέχεια βάζουµε ταχύτητα για µερικά δευτερόλεπτα, και επαναλαµβάνουµε µέχρι να αποµακρυνθούµε από τον τόπο.
Με άνεµο, ρεύµα, ή κυµατισµό
Α) Προσπερνούµε τα ψάρια, ακινητοποιούµε τη βάρκα σε πλάγια θέση και αφήνουµε να µας παρασύρει η θάλασσα πάνω από τον τόπο.
Β) Κινούµαστε κόντρα στον άνεµο, το ρεύµα ή τον κυµατισµό, µε διαδοχικές αυξοµειώσεις στην ταχύτητα, πάντα κοµπλαρισµένοι για να µην µας πλαγιάσει η βάρκα.