Καλώς ή κακώς τα καλά ψάρια θα τα βρούµε στους δύσκολους τόπους, στα γκρέµια, στα βράχια, στα χαράκια, στα απότοµα ανεβάσµατα και κατεβάσµατα. Τα νέτα θα πρέπει να µας αφήνουν κατά κάποιο τρόπο αδιάφορους, εκτός και αν κάνουµε κάποιο ειδικό ψάρεµα, όπως για παράδειγµα αυτό της µουρµούρας ή του λυθρινιού (σε λασποτραγάνες όµως).
Το παραγάδι από την άλλη πλευρά, µπορεί µεν να αποτελεί ένα αναλώσιµο εργαλείο, δεν παύει όµως να είναι το βασικό αντικείµενο του ενδιαφέροντός µας και να χρήζει σωστής διαχείρισης/µεταχείρισης από µέρους µας, ενώ το ίδιο ορθολογιστικά πρέπει να αντιµετωπιστεί και ο τόπος που επιλέγουµε. Αξιολογώντας τα σηµεία που καλάρουµε τα παραγάδια µας, θα πρέπει να ξεκινάµε το ψάρεµα µε πρωταρχικό στόχο να πάρουµε πίσω ολόκληρο εργαλείο µας, είτε άρτιο -όπως δηλαδή το καλάραµε-, είτε τµηµατικά, αφού το έχουµε κόψει σε διάφορα σηµεία λόγω σκαλωµάτων. Εκτός όµως από το σεβασµό στο εργαλείο µας, ανάλογος σεβασµός αξίζει και στον τόπο που ψαρεύουµε. Έτσι λοιπόν, αποτελεί επίσης βασικό µας µέληµα να µην αφήσουµε στο βυθό ούτε ένα αγκίστρι, ούτε ένα κοµµάτι πετονιάς. Άλλωστε εµείς θα τα βρούµε µπροστά µας στα επόµενα ψαρέµατα και ίσως να γίνουν αιτία να χαθεί κάποιο ψάρι. Είναι όµως πάντα εφικτό να µην αφήσουµε κάτω κάποιο µικρό η µεγαλύτερο κοµµάτι παραγαδιού και ιδιαίτερα όταν καλάρουµε σε δύσκολους τόπους; ∆ύσκολη η απάντηση και αν κάποιος ισχυριστεί πως δεν έχει αφήσει κοµµάτια κάτω, σίγουρα λέει ψέµατα. Όµως, υπάρχουν λύσεις για να µειώσουµε σε µεγάλο βαθµό τις απώλειες του παραγαδιού µας. Ποιες είναι αυτές; Ας τις δούµε αναλυτικά.
Σωστοί χειρισµοί του σκάφους
Όταν το παραγάδι µας έχει µπλέξει στο βυθό µπορούµε να το ξεσκαλώσουµε µε τους κατάλληλους χειρισµούς του σκάφους. Καταρχήν, πριν επιχειρήσουµε ελιγµούς µε το σκάφος, θα πρέπει να έχουµε στο µυαλό µας το πώς καλάραµε το παραγάδι µας και τη µορφολογία του βυθού. Αυτό βέβαια δεν είναι εύκολο πράγµα, όµως αν για παράδειγµα έχουµε καλάρει ένα κατέβασµα, ξέρουµε-περίπου-πως µπορεί να έχει µπλέξει και κάνουµε κάποιες µανούβρες, χωρίς να ζορίσουµε την κατάσταση σε καµία περίπτωση. ∆υστυχώς, δεν είναι εύκολο να περιγράψουµε αναλυτικά τον τρόπο που θα µανουβράρουµε το σκάφος, γιατί κάθε σκάλωµα απαιτεί το δικό του, ιδιαίτερο χειρισµό και τελικά µόνο η εµπειρία θα µας καθοδηγήσει σωστά. Αρχικά, θα πρέπει πχ. να καταλαβαίνουµε αν το ντέµα είναι στο παράµαλλο ή έχει µπλέξει η µάνα. Θα πρέπει επίσης να µάθουµε να αναγνωρίζουµε αν είναι βράχος, αν έχουµε πιάσει κάποιο παλιό παραγάδι, αν το παραγάδι µας έχει µπει σε κάποια σχισµή, αν είναι βραχωµένο ψάρι κλπ. Ανάλογα τώρα µε το τι αντιλαµβανόµαστε πρέπει να πράξουµε και τα δέοντα. Αν έχουµε σκάλωµα σε βράχο, τότε θα χρησιµοποιήσουµε κουλούρα (θα το δούµε αναλυτικά παρακάτω), αν είναι παραγάδι, καθώς σηκώνεται θα σέρνεται πάνω του στο σηµείο που έχει µπλέξει, ζορίζοντας το καλάρισµα. Πολλές φορές ακόµα και αν το αφήσουµε κάτω είναι πιθανό να το ξαναπιάσει κάποιο από τα επόµενα παράµαλλα. Άλλες φορές πάλι, θα το φέρουµε πάνω πιασµένο από κάποιο δικό µας αγκίστρι. Αν νιώσουµε τράβηγµα ψαριού και αµέσως µετά ντέµα, τότε έχουµε να κάνουµε µε ένα βραχωµένο ψάρι, το οποίο ανάλογα µε το είδος του παραγαδιού µας και το µέγεθος του ψαριού, παρουσιάζει διαφορετικό βαθµό δυσκολίας και ανάλογους χειρισµούς. Από όλα τα παραπάνω, φαίνεται καθαρά πως το ξεβράχωµα θέλει µεγάλη υποµονή και καλή γνώση των εκάστοτε συνθηκών, ώστε να το αντιµετωπίσουµε µε την ανάλογη οξυδέρκεια και αποτελεσµατικότητα.
Καλαδούρια
Μία ακόµα λύση για να µην αφήσουµε το παραγάδι στο βυθό, είναι η χρήση πολλών καλαδουριών. Εκτός λοιπόν από τα δύο κλασσικά καλαδούρια στην αρχή και το τέλος του παραγαδιού µας, βάζουµε και αρκετά µεσιανά, αποκτώντας πολλαπλά σηµεία περισυλλογής του εργαλείου µας. Όσο περισσότερα βάλουµε, τόσο πιο σίγουρα θα πάρουµε επάνω το παραγάδι µας. Όταν λοιπόν συναντήσουµε κάποιο ντέµα και δε µπορούµε να το λύσουµε, τότε κόβουµε τη µάνα και πάµε στο επόµενο, µεσιανό καλαδούρι. Το σηκώνουµε και αφού κόψουµε την πετονιά προς την πλευρά του σκαλώµατος , αφήνουµε το καλαδούρι ξανά µέσα. Αν όµως έχουµε ζορίσει το παραγάδι πολύ στην προσπάθειά µας να το ξεσκαλώσουµε, υπάρχει περίπτωση να µην τα καταφέρουµε να το λύσουµε -ακόµα και αν γυρίσουµε πίσω- και να αφήσουµε ένα µικρό τµήµα του κάτω. Βέβαια, αυτός ο τρόπος έχει και τα µειονεκτήµατά του. Όταν πχ. το παραγάδι που έχουµε ρίξει είναι «βαθυνό», δηλαδή ψαρεύει στα 50-70 µέτρα, τότε έχουµε να σηκώσουµε πολλά πολλά µέτρα σχοινί, κάτι ιδιαίτερα κουραστικό, ειδικά όταν είµαστε µόνοι στο σκάφος. Επίσης, το µεσιανό καλαδούρι είναι ευχή και κατάρα µερικές φορές στο δύσκολο τόπο. Γιατί όταν σηκώνουµε ένα µεσιανό καλαδούρι, τραβάµε το παραγάδι και από τις δύο πλευρές, τακτική που µπορεί να δηµιουργήσει ένα ντέµα χωρίς να υπάρχει. Θα σας πρότεινα λοιπόν, να δένετε τη µάνα του παραγαδιού πάνω στο σχοινί των καλαδουριών και να µη χρησιµοποιείτε παραµάνες, γιατί πολλές φορές δε θα αντέξουν, µε αποτέλεσµα να χάνουµε το πλεονέκτηµα που µας προσφέρουν τα µεσιανά καλαδούρια.
Τα λεγόµενα «ποδάρια» (πόδια)
Ίσως η πιο έξυπνη, αλλά και πιο πρακτική λύση καλαρίσµατος του παραγαδιού, κυρίως στη ρηχή ζώνη ή σε µεσαία βάθη, έως 20-25 µέτρα (άρα όπως καταλαβαίνετε µιλάµε για ψιλά κυρίως παραγάδια). Η τεχνική εφαρµόζεται και σε µεγαλύτερα βάθη, αλλά µε διαφορετική µορφή. Τι είναι όµως τα «πόδια» (ή ποδάρια) στο παραγάδι; Τα πόδια δεν είναι τίποτε άλλο από τα µεσιανά καλαδούρια τα οποία δεν πατώνουν και κρατάνε το παραγάδι πιο ψηλά από το βυθό. Ας το δούµε πιο αναλυτικά. Καταρχήν, σε αυτή την τεχνική καλαρίσµατος, σηκώνουµε λιγότερα µέτρα σχοινί, ενώ ταυτόχρονα έχουµε αρκετές άκρες για να πιάσουµε το παραγάδι µας. Στους δύσκολους τόπους, το πρόβληµα είναι να φέρουµε την πετονιά στα χέρια µας, ώστε να προσπαθήσουµε να την ξεµπλέξουµε. Όµως πολλές φορές θα έχετε βρεθεί µπροστά στο γεγονός να µην ανεβαίνουν ούτε τα καλαδούρια, γιατί το παραγάδι έχει µπλέξει κοντά στο βαρίδι και δεν έρχεται µε τίποτα επάνω. Ξεκινάµε λοιπόν να καλάρουµε, αλλά δε δένουµε το παραγάδι µας κοντά στο σχοινί του βαριδιού. Αφήνουµε το βαρίδι να κατεβάσει µερικά µέτρα σχοινί και στη συνέχεια κάνουµε µία θηλιά στο σχοινί και δένουµε το παραγάδι πάνω. Έτσι το παραγάδι µας µένει αρκετά πιο ψηλά, προσφέροντας περισσότερες πιθανότητες να πάρουµε την πετονιά στα χέρια µας. Το πόσο σχοινί θα αφήσουµε και πόσο πάνω θα µείνει το παραγάδι, εξαρτάται καθαρά από το βάθος που καλάρουµε. Το ίδιο θα κάνουµε και στο δεύτερο καλαδούρι, στο τελείωµα του παραγαδιού µας.
Αφού λοιπόν φύγουνε κάποια αγκίστρια, τότε θα βάλουµε ένα µολυβάκι για να πατώσει καλά το παραγάδι µας και στη συνέχεια -αν θέλουµε- κάποια φελά ή µολύβια. Όταν φτάσουµε στο σηµείο που σε άλλες περιπτώσεις θα βάζαµε καλαδούρι, δένουµε στη µάνα ένα µικρό καλαδούρι ή ένα κοµµάτι φελιζόλ, µε µερικά µέτρα πετονιάς ή σχοινί βυθιζόµενο, δεµένα επάνω του. Αµέσως λοιπόν έχουµε επιλέον άκρες στο παραγάδι µας και επίσης δεν είναι πατωµένο αλλά κρατιέται πιο ψηλά από το βυθό, µε αποτέλεσµα να µην σκαλώνει και να το παίρνουµε εύκολα στα χέρια µας. Σε πολλά παραγάδια µάλιστα, θα παρατηρήσετε ότι παίρνετε καλά ψάρια εκεί που τα αγκίστρια κρέµονται και δεν ακουµπάνε στο βυθό. Ποιος θα µπορούσε άλλωστε να ισχυριστεί ότι τα ψάρια δε σηκώνονται από τον πυθµένα για να φάνε, ιδιαίτερα αν το δόλωµα είναι αρκετά δελεαστικό. Εξάλλου, πολλές φορές θα έχετε παρατηρήσει στο βυθόµετρο πως τα ψάρια βρίσκονται συγκεντρωµένα λίγο πιο πάνω από το βυθό. Και επειδή είπαµε ότι µιλάµε για ψιλά κυρίως παραγάδια, να είστε σίγουροι πως στα κοµµάτια του παραγαδιού που στέκονται ψηλότερα, θα πάρετε τα καλύτερα µελανούρια, αν είναι βέβαια η εποχή τους και ο τόπος τους. Ας δούµε όµως λίγο πως φτιάχνουµε αυτά τα καλαδούρια. Τα πράγµατα είναι αρκετά απλά: σε ένα κοµµάτι φελιζόλ δένουµε 6-10 µέτρα πετονιά, κάνουµε ένα σκίσιµο για να περνάµε την άκρη και να µην µας ξετυλίγεται και έχουµε ένα έτοιµο καλαδουράκι. Το µειονέκτηµα αυτής της κατασκευής είναι ότι το καλαδούρι αυτό δεν εντοπίζεται εύκολα όταν ψαρεύουµε νύχτα, αφού δεν είναι ευδιάκριτο µέσα στο σκοτάδι. Για αυτή τη δουλειά όµως µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε τα µικρά καλαδουράκια που υπάρχουν στην αγορά. Αυτά έχουν πολύ µικρό κόστος και είναι ευδιάκριτα ακόµα και σε συνθήκες απόλυτου σκότους µιας και διαθέτουν ειδική υποδοχή για ανακλαστική ταινία. Έτσι, τα βρίσκουµε πολύ εύκολα, µόλις φέξουµε λίγο µε το φακό µας. Τους βάζουµε λοιπόν λίγα µέτρα βυθιζόµενο σχοινί και τα πιάνουµε πάνω στη µάνα του παραγαδιού. Έτσι, αν πχ. ψαρεύουµε στα 20 µέτρα και έχουµε βάλει 10 µέτρα σχοινί, τότε ανάλογα µε τις αποστάσεις των παράµαλλων θα δούµε πως από τη µία και την άλλη πλευρά του καλαδουριού κρέµονται 2-3 παράµαλλα. Στη συνέχεια, αφού βάλουµε το «πόδι» στο παραγάδι µας , θα πρέπει να προσθέσουµε λίγο πιο κάτω ένα βαριδάκι για να πατώσει ξανά πιο εύκολα. Μπορούµε να καλάρουµε όλο το παραγάδι µε αυτόν τον τρόπο και έτσι να έχουµε αρκετές άκρες, χωρίς να σηκώνουµε πολλά µέτρα σχοινί και χωρίς να φοβόµαστε µήπως δε σηκωθούν τα µεσιανά καλαδούρια.
Χρήση εργαλείων για την ανάκτηση του παραγαδιού
Στα χέρια του ερασιτέχνη ψαρά, υπάρχουν δύο πολύ σηµαντικά και χρήσιµα εργαλεία που µας έρχονται από παλιά και είναι ότι πιο δοκιµασµένο και εγγυηµένο για την ανάκτηση του παραγαδιού µας µετά από ντέµα. Το ένα από αυτά είναι η γράπα, χρήσιµη όταν πια έχουµε χάσει το παραγάδι και δεν έχουµε άκρη στα χέρια µας και το δεύτερο είναι η κουλούρα µε τη βοήθεια της οποίας θα βγάλουµε τη µάνα του παραγαδιού, όταν περάσει κάτω από βράχο. Και τα δύο αυτά εργαλεία πρέπει να βρίσκονται στο σκάφος του παραγαδιάρη, αλλά θα πρέπει και να γνωρίζει να τα χρησιµοποιεί. Η γράπα για παράδειγµα θα πρέπει να πέσει στο νερό και να τραβηχτεί κάθετα στην πορεία του παραγαδιού, ώστε να το βρει και να το αρπάξει. Η κουλούρα τώρα, είναι για πολλούς ένα δύσκολο εργαλείο γιατί πιστεύουν ότι χρειάζονται δύο άτοµα για να δουλέψει. ∆εν είναι όµως ακριβώς έτσι. Και µόνος του κάποιος µπορεί να κουλουριάσει και να ξεσκαλώσει το παραγάδι εύκολα. Για να ρίξουµε την κουλούρα, σηµαντικό είναι να βρισκόµαστε ακριβώς πάνω από το ντέµα. Και τα δύο εργαλεία που περιγράψαµε θα µας βοηθήσουν πολύ να φέρουµε το παραγάδι και πάλι στα χέρια µας.