Το email από το φίλο µου τον Ηλία, ήταν σαφές: «Το ερχόµενο Σαββατοκύριακο έχει καλό καιρό στη Νότια Κρήτη και προτείνω την Κυριακή να πάµε µε το φουσκωτό µου για ένα παραγαδάκι στα νερά της Γαυδοπούλας» (το µικρό νησί που βρίσκεται δυτικά της Γαύδου).
Συµφώνησα και του ζήτησα σα χάρη να πάρει µαζί του το καλάµι βαθιάς καθετής, τα βαρίδια και τις µπαλαδοκαθετές που είχε. Είχε βέβαια κάποιες αντιρρήσεις σχετικά µε το ότι πηγαίναµε για παραγάδι και η απόσταση ήταν µεγάλη, οπότε δε χρειαζόταν περιττά εργαλεία και δεν ήθελε να κουβαλά βάρη και καλάµια, όµως και εγώ είχα κάτι στίγµατα για µπαλάδες στα µέρη αυτά και κάτι µου έλεγε πως θα µπορούσαµε να τα αξιοποιήσουµε, οπότε κατάφερα να τις κάµψω εύκολα. Η πρόταση µεταφέρθηκε στον τρίτο της παρέας, που ήταν και ο ειδικός στα παραγάδια. Το πρωί της Κυριακής γύρω στις 05.00, ξεκινήσαµε από τον Πλακιά για να διανύσουµε τα 24 µίλια της διαδροµής µέχρι τη Γαυδοπούλα. Η θάλασσα ήταν µπουνάτσα και φτάσαµε στον τόπο σε λιγότερο από µια ώρα.
Παραγάδι
Πριν ξηµερώσει, αρχίσαµε να ρίχνουµε το παραγάδι. 80άρα µάνα, 60άρι παράµαλλο, δολωµένο ένα παρά ένα αγκίστρι µε ασπροδόλι (καλαµάρι) και τα υπόλοιπα αγκίστρια µε αλατισµένη φρίσσα. Ρίξαµε δυτικά του νησιού. Τα στίγµατα που είχαµε για φαγκριά έδειχναν ένα σχετικά µικρό τόπο, λιγότερο από µισό µίλι. Το βάθος ήταν από 105 µέχρι 115 µέτρα περίπου και είχε ενδιαφέρουσες αποχές. Ο τόπος µας είχε ανταµείψει στο παρελθόν µε µεγάλα φαγκριά χρησιµοποιώντας inchiku και θέλαµε να δοκιµάσουµε κάτι πιο µαζικό, όπως το παραγάδι.
Η κατεύθυνση του σκάφους ήταν στην ευθεία Νότου-Βορρά, δηλαδή στην ευθεία προς Κρήτη και ως οδηγός εισέπραξα τα συγχαρητήρια και των δύο «συνοδοιπόρων» µου, επειδή κατάφερα να οδηγήσω το σκάφος έτσι ώστε να χωρέσει όλο το χιλιόµετρο του παραγαδιού σε 500 µέτρα τόπο. Που να ήξεραν τι µας περίµενε…
Το ξηµέρωµα γύρω στις 07.30, µετά από µερικές ανεπιτυχείς προσπάθειες µε inchiku που απέδωσαν µόνο ένα χάνο, πήγαµε να σηκώσουµε το παραγάδι. Με έκπληξη διαπιστώσαµε πως οι δυο σηµαδούρες απείχαν µεταξύ τους λιγότερο από 100 µέτρα, γεγονός που σήµαινε πως τα πολύ ισχυρά ρεύµατα τα οποία ∆Ε ΜΕΤΡΗΣΑΜΕ λόγω νύχτας, ήταν αντίθετα από τη φορά µας και θα παίρναµε το παραγάδι ένα κουβάρι. Οι χειρότεροι φόβοι µας βγήκαν αληθινοί και το παραγάδι µαζεύτηκε σε κουλουριασµένα τµήµατα, από τα οποία µόνο ένα µικρό µέρος πάτωσε και πήρε ένα µικρό φαγκρί (ούτε 300 γραµµάρια δε θα ήταν). Επέστρεψα τα συγχαρητήρια που είχα πάρει ως καπετάνιος, αλλά δεν πτοηθήκαµε.
Έτσι, πήγαµε ανάµεσα Γαύδο-Γαυδοπούλα και ρίξαµε το δεύτερο παραγάδι που είχαµε µαζί µας. Ατυχώς, γιατί ούτε αυτό πήγε καλύτερα. Από ρεύµατα δε χάσαµε τίποτα αυτή τη φορά, γιατί ξέραµε πια και το εργαλείο στρώθηκε κανονικά, αλλά από ψάρια, το µόνο είδος που πήραµε ήταν καµιά τριανταριά χάνοι. Πελαγίσιοι, µεγάλοι, αλλά χάνοι! Φαγκρί, ούτε για δείγµα…
Η απογοήτευση στην οµάδα ήταν εµφανής και µε συµφωνία όλων, στις 11 το πρωί, µε τον ήλιο ψηλά και τη θάλασσα λάδι, αποφασίσαµε να κάνουµε τα 6 µίλια που µας χώριζαν από τα στίγµατα των µπαλάδων, για να δοκιµάσουµε και σε αυτά την τύχη µας και να µην επιστρέψουµε στην Κρήτη µόνο µε χάνους, ψάρια που θα µπορούσαµε να βρούµε και στη θάλασσα µπροστά στο σπίτι µας.
Καθετή
Έτσι, πήγαµε στο στίγµα µου και δολώσαµε µια αρµατωσιά µε 15 περίπου αγκίστρια, από τα οποία τα τρία ήταν «κλέφτες» διάστασης 5/0 και τα υπόλοιπα ήταν κλασσικά 6άρια για µπαλάδες. Τα παράµαλλα είχαν µικρό µήκος (10 εκατοστά περίπου) και ήταν τοποθετηµένα ανά τριάντα εκατοστά, ενώ η µάνα της αρµατωσιάς ήταν 180άρα. Για συνδέσµους είχαµε σωληνάκια µε στριφτάρι, ώστε να αποσβένεται ο στροβιλισµός των ψαριών όπως ανεβαίνουν από τα 500 µέτρα. Το καλάµι είχε ένα ισχυρό µηχανισµό µε φρένα µέχρι 15 κιλά, αλλά για τη συγκεκριµένη περίπτωση ήταν ρυθµισµένα στα τέσσερα κιλά.
Το καρούλι του µηχανισµού φιλοξενούσε περίπου 700 µέτρα νήµα. Για δόλωµα επιλέξαµε φρίσσα αλατισµένη, από την οποία είχα φροντίσει να έχω µαζί µου δυο περίπου κιλά. Στους κλέφτες βάζαµε µια ολόκληρη -µιας και ήταν µικρές-, περασµένη διπλά από το µάτι ώστε να «κρατά» στα αγκίστριά µας. Στα εξάρια αγκίστρια δολώσαµε ροδέλες φρίσσας κοµµένες προσεκτικά µε κοφτερό µαχαίρι για να µη διαλυθούν στο κατέβασµα. Το βαρίδι ήταν 1.200 γραµµάρια και χρειάστηκε 10 περίπου λεπτά για να διανύσει τα 430 µέτρα, τα οποία το βυθόµετρο του σκάφους αρνιόταν πεισµατικά να δείξει, παρά τα 1000 Watts «µάτι» που περηφανευόταν ο ιδιοκτήτης του ότι είχε.
Ευτυχώς τα στίγµατα που είχα ήταν πολύ ακριβή, και µε την πρώτη πέσαµε πάνω στο κεφάλι ενός πολύ ενδιαφέροντος θηράµατος, το οποίο πήρε το δόλωµα και άρχισε να το τραβά, πριν καν τραβήξουµε εµείς για να βεβαιωθούµε πως πάτωσε η αρµατωσιά. Ο διακόπτης του ηλεκτρικού µηχανισµού ήταν στο On, ο µετρητής βάθους έδειχνε 430 µέτρα και το νήµα άρχισε να τυλίγεται. Όµως, έκανε περίπου δύο στροφές και σταµάτησε! Το ψάρι τραβούσε δυνατά και µε την αντίστασή του αντιστάθµιζε τα 4 κιλά φρένα του µηχανισµού.
Ο φίλος µου άρχισε να σηκώνει και να κατεβάζει το καλάµι, παίρνοντας περίπου ένα µε δύο µέτρα σε κάθε κατέβασµα. ∆εν τολµούσαµε να σφίξουµε τα φρένα, τόσο λόγω αµφιβολιών για την ισχύ του νήµατος, όσο και επειδή φοβόµαστε τη συµπεριφορά του άγνωστου ψαριού. Η µάχη συνεχίστηκε µε ζώνη και κλασσικό «τροµπάρισµα» του καλαµιού, λες και στην άλλη άκρη είχαµε ένα τόνο bluefin βάρους εκατό κιλών. Το νήµα τυλιγόταν αργά και µόνο στο κατέβασµα του καλαµιού. Σφίξαµε λίγο παραπάνω τα φρένα, αντίθετα στον κανόνα που ορίζει ότι «δε σφίγγουµε ποτέ τα φρένα στη διάρκεια της µάχης µε το ψάρι»», αλλά η κατάσταση δεν άλλαξε. Ο ηλεκτρικός µηχανισµός του καλαµιού στρίγκλιζε, το νήµα τυλιγόταν αργά και ο Ηλίας είχε αρχίσει να ιδρώνει! Τριακόσια µέτρα, διακόσια µέτρα, εκατό, πενήντα, τριάντα, η ώρα περνούσε αργά και κάτι άσπρο άρχισε να φαίνεται σε απόσταση δέκα µέτρα από τη βάρκα.
«Μουγκρί, µακρύ φαίνεται … όχι φταίει η διάθλαση, βλάχος είναι». Ναι, τελικά ήταν βλάχος µε περίπου οκτώ κιλά, ζωηρός και µαχητικός µέχρι τα τριάντα περίπου µέτρα από την επιφάνεια, αντίθετα µε άλλα, µεγαλύτερα ψάρια του είδους που είχαµε πάρει στο παρελθόν, τα οποία έρχονταν πειθήνια και χωρίς αντίσταση. Μάλιστα, είχε πιαστεί στον πρώτο κλέφτη της καθετής µας, από όπου είχε αγκιστρωθεί σίγουρα και σταθερά.
Το θήραµα µας ενθουσίασε και µετά τις απαραίτητες φωτογραφίες, κάναµε µια δεύτερη προσπάθεια. Ρίξαµε ξανά στο ίδιο σηµείο, αφού καταναλώσαµε τα σάντουιτς που είχαµε µαζί µας και ήπιαµε νερό εις υγείαν του ψαριού. Το αποτέλεσµα ήταν µερικά πιο ασθενικά τσιµπήµατα αυτή τη φορά, και µετά από δεκαπέντε λεπτά, τέσσερις µπαλάδες περίπου τριακόσια µε τετρακόσια γραµµάρια έκαστος, ανέβηκαν στο σκάφος. Όχι άσχηµα, δηλαδή. Επαναλάβαµε το ίδιο και µετά από δύο ώρες ψάρεµα είχαµε µαζέψει περίπου δεκαπέντε καλούς µπαλάδες. Τότε άρχισε να βάζει ένα νοτιοδυτικό αεράκι που δηµιούργησε πολύ σουέλ, µε αποτέλεσµα να γίνει το ψάρεµα απαγορευτικό, αφού αλλού ρίχναµε και αλλού βρισκόταν το βαρίδι µας.
Έτσι, αποφασίσαµε ότι ήρθε η ώρα της επιστροφής. Μαζέψαµε την καθετή, ρίξαµε τα υπόλοιπα δολώµατα στα πρόθυµα ψάρια, οργανώσαµε τα παραγάδια και τα ψυγεία µας και κινήσαµε για τον Πλακιά. Ο καιρός ήταν πίσω µας και µας έσπρωχνε, οπότε δε βρεχόµασταν,. Το µόνο που έπρεπε να προσέχουµε, ήταν τα καράβια που διασταυρώναµε, αφού χρησιµοποιούσαν το πέρασµα µπροστά από τη Γαύδο στο ταξίδι τους προς τη διώρυγα του Σουέζ. Μια ώρα αργότερα φτάσαµε στον Πλακιά, λίγο πριν τη δύση του ήλιου. Μια εξαιρετική Κυριακάτικη εξόρµηση είχε ολοκληρωθεί, µε πολλές εκπλήξεις, κάποιες ατυχίες και ένα καλό αποτέλεσµα τελικά.
Συνταγή
Και µια συµβουλή για τον επόµενο βλάχο σας. Κάντε το κεφάλι του σούπα, κοµµένο στα δύο για να χωρέσει στην κατσαρόλα, αφού προσθέσετε και ένα πουγκάκι µε πελαγίσιους χάνους που πήρατε στο αποτυχηµένο παραγάδι σας, για να δώσουν το λίπος τους και την ιδιόµορφη γεύση τους. Το αποτέλεσµα θα σας ενθουσιάσει!