Η βαθιά καθετή, είναι από τα πιο αγαπηµένα µου ψαρέµατα για πολλούς λόγους.
Πρώτον, διότι σχεδόν πάντα επιστρέφεις µε αξιόλογα αλιεύµατα. ∆εύτερον, επειδή είναι ψάρεµα µε πολλές εκπλήξεις: για µπαλά βγαίνεις, βλάχο φέρνεις, µπακαλιάρο νοµίζεις ότι ανεβάζεις, κοκκινοσκορπίνα σου προκύπτει. Τρίτον -και σταµατώ την απαρίθµηση-, γιατί οι συνθήκες αλλάζουν συνεχώς στην εξέλιξη του ψαρέµατος. Φέρνεις φορτωµένη την καθετή σου, και στα µεσόνερα νοµίζεις ότι «φόρτωσες» ακόµη περισσότερο.
Εκστασιάζεσαι, αλλά µέχρι η αρµατωσιά να ανέβει από τα 500 µέτρα στην επιφάνεια, διαπιστώνεις ότι το θράψαλο σου πήρε και τους τρεις µεγάλους µπαλάδες και σου άφησε µόνο τρία κεφάλια. Ή άλλοτε, ένας ξιφίας καταπίνει όλο το «φορτίο» και συνεχίζει το δρόµο του, αφήνοντάς σε κυριολεκτικά µε το νήµα στο χέρι. Η βαθιά καθετή λοιπόν, απευθύνεται σε όλους τους παθιασµένους ψαράδες και σε όλα τα ψάρια που ήδη αναφέραµε. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουµε λίγο τηλεγραφικά, να αναλύσουµε µέσα σε δέκα παραγράφους τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του ψαρέµατος. Σε επόµενα άρθρα όµως, θα επανέλθουµε µε µεγαλύτερη ανάλυση. Μιας και πιστεύουµε ότι η βαθιά καθετή έχει τις προοπτικές να γίνει το αγαπηµένο ψάρεµα όλων µας. Φτάνει µόνο να αντέξουµε το κόστος των ηλεκτρικών µηχανών και των καυσίµων που χρειάζονται για να εξασκήσουµε την τεχνική µε αξιώσεις.
Οι κατάλληλοι µηχανισµοί
Επειδή το minimum βάθος για µια αξιοπρεπή, βαθιά καθετή, είναι τα 250 µέτρα, χρειαζόµαστε οπωσδήποτε ηλεκτρικούς µηχανισµούς. Υπάρχει βέβαια και η λύση της ανάποδης ρόδας ποδηλάτου, µε την οποία µπορούµε να ανεβάσουµε «αθλητικά» την καθετή µας. Αυτό συστήνουµε όµως να το αφήσουµε για την εποχή της πολύ µεγάλης ανέχειας ή της απαγόρευσης χρήσης των ηλεκτρικών µηχανισµών, αν προκύψει κάποτε στο µέλλον. Προς το παρόν όµως, ας εγκρίνουµε τη δαπάνη για την αγορά ενός ηλεκτρικού µηχανισµού, αφού το κάπως υψηλό κόστος του ισοσκελίζεται από τα επιτυχηµένα ψαρέµατα που θα µας χαρίσει. Υπάρχουν δύο τύπων µηχανισµοί: οι σταθεροί, οι οποίοι αναρτώνται στην κουπαστή του σκάφους και οι φορητοί, που µπαίνουν σε καλάµια ψαρέµατος.
Τα κύρια πλεονεκτήµατα των σταθερών, είναι η µεγάλη ελκτική δύναµη και η σχετική απλότητα κατασκευής. Ανάµεσα στα µειονεκτήµατα τους, είναι η µεγάλη κατανάλωση ρεύµατος και το βάρος τους. Οι αναρτώµενοι στα καλάµια µας, έχουν ως πλεονεκτήµατα τη φορητότητα, την πολύ µεγαλύτερη ευελιξία, την ταχύτητα, καθώς και το µικρό βάρος. Επίσης, µας επιτρέπουν να ψαρεύουµε ταυτόχρονα µε το φίλο µας, κάτι µη εφικτό µε τους σταθερούς µηχανισµούς. Τα κύρια µειονεκτήµατά τους είναι η δυνατότητα έλξης σχετικά µικρών βαρών, η υψηλότερη τιµή και η µεγαλύτερη πολυπλοκότητά τους.
Τα ηλεκτρονικά µας
Για τη βαθιά καθετή, χρειαζόµαστε ισχυρά βυθόµετρα και αξιόπιστα GPS. Οποιοδήποτε βυθόµετρο µε ακτίνα σάρωσης µικρότερη από 600 µέτρα, δεν είναι πλήρης λύση. Σε τόσο ή και σε λίγο µεγαλύτερο βάθος, πρέπει να µπορούµε να διακρίνουµε τους µπαλάδες που κοπαδιάζουν στο βυθό, ή τους µπακαλιάρους καθώς ψάχνουν στη λάσπη µιας αποχής. Όσο για το GPS, χωρίς αυτό δε θα ξαναπάµε, ούτε θα πέσουµε ακριβώς στην περιοχή από όπου «σηκώσαµε» δέκα κιλά µεγάλους µπαλάδες τον περασµένο µήνα. Άρα και τα δύο όργανα ή το combo µας (συνδυασµός βυθοµέτρου και GPS σε µία συσκευή), πρέπει να είναι ισχυρά, ακριβή και εφοδιασµένα µε τους καλύτερους χάρτες.
Τα νήµατα και οι αρµατωσιές µας
Οι µηχανισµοί µας, πρέπει να είναι εξοπλισµένοι µε νήµα dacron αν είναι σταθεροί, dyneema ή spectra (πολύ λεπτότερο, αλλά και αρκετά ακριβότερο), αν είναι φορητοί. Το µήκος του πρέπει να ξεπερνά τα 600 µέτρα. Όσο περισσότερο χωράει το καρούλι του µηχανισµού µας, τόσο καλύτερα.
Εκτός από τα νήµατα, τα οποία παίζουν το ρόλο της «µάνας» στη βαθιά καθετή, χρειαζόµαστε και «µπαλαδοκαθετές». Αυτές συνήθως τις κατασκευάζουµε µόνοι µας, αλλά για να δούµε τις διαστάσεις και την τεχνική κατασκευής, µπορούµε αρχικά να τις προµηθευτούµε από ένα κατάστηµα ειδών αλιείας. Υπάρχουν διαφόρων τύπων µπαλαδοκαθετές : µε συρµάτινα ή όχι παράµαλλα, διπλά ή σε σχήµα σταυρού. Γενικά, υπάρχουν αρµατωσιές ικανές να καλύψουν όλες τις ανάγκες και επιθυµίες µας, και όλα τα ψάρια που θα συναντήσουµε.
Άποψή µας είναι, ότι στην κατασκευή τους πρέπει να έχουµε όσο το δυνατόν µεγαλύτερη απλότητα, χωρίς σταυρωτά παράµαλλα και άλλες φιοριτούρες. Για να κατασκευάσουµε µια απλή και λειτουργική αρµατωσιά, χρειαζόµαστε τουλάχιστον τρία µέτρα 150άρα πετονιά, για µάνα. Πάνω σε αυτήν βάζουµε µέχρι 15 αγκίστρια και µονά, κοντά παράµαλλα, από 70άρα ή 80άρα πετονιά, σε στριφτάρι, µε σωληνάκι για την αποµάκρυνσή τους από τη µάνα. Πριν από κάθε παράµαλλο, βάζουµε µια φωσφορίζουσα χάντρα. Τ
α σωληνάκια µε το στριφτάρι, βοηθούν στο ανέβασµα των ψαριών χωρίς να κινδυνέψει το παράµαλλο να κοπεί από το στρίψιµο του ψαριού. Οι φωσφορίζουσες χάντρες παίζουν διπλό ρόλο, καθώς µας επιτρέπουν να ανεβάζουµε ευκολότερα τη µάνα στο σκάφος και ταυτόχρονα ελκύουν τα ψάρια στα δολώµατα λόγω του φωσφορισµού τους. Με την αρµατωσιά αυτή έχουµε απλότητα στην κατασκευή, λειτουργικότητα και πολύ χαµηλό κόστος αντικατάστασης.
Το δόλωµα
Εδώ οι απόψεις διίστανται και ο κάθε ένας προτιµά δολώµατα τα οποία στο παρελθόν του έδωσαν πολλά ψάρια. Η γκάµα των δολωµάτων ξεκινά από τα ασπροδόλια και τις γαρίδες, και φτάνει µέχρι τη σαρδέλα, τη φρίσσα και το σαυρίδι. Εµείς προτιµούµε το τελευταίο, επειδή δολώνεται σταθερά στα αγκίστρια της αρµατωσιάς µας χωρίς να διαλύεται, δε χρειάζεται αλάτισµα, µπορεί να καταψυχθεί χωρίς να χάσει τις ιδιότητες του και είναι εύκολο να βρεθεί σε όλα τα «ψαράδικα». Το σαυρίδι δολώνεται µε το δέρµα του, σε µικρά φιλετάκια.
Γενικά πάντως, επιλέγουµε τα αγαπηµένα δολώµατα των ψαριών της περιοχής που ψαρεύουµε. Οι προτιµήσεις των ψαριών διαπιστώνονται εύκολα, χρησιµοποιώντας, στις καθετές µας µερικές µικτές δολωσιές, µε πολλών ειδών δολώµατα. Όποιο δόλωµα φέρει περισσότερα ψάρια, αυτό χρησιµοποιούµε για τη συνέχεια.
Αγκίστρια και βαρίδια
Τα αγκίστριά µας πρέπει να είναι σχετικά µεγάλα. Η κάθε εταιρεία έχει τα δικά της νούµερα και µεγέθη σε συγκεκριµένους κωδικούς που χρησιµοποιούµε σε µπαλάδες στη βαθιά καθετή. Για παράδειγµα σε άλλες εταιρείες τα µεγέθη είναι 4-6 και σε άλλες το 1. Αυτο που θα πρέπει να γνωρίζουµε είναι ότι τα µεγάλα αγκίστρια είναι και πιο επιλεκτικά, και για να τα δέσουµε πρέπει να είµαστε βέβαιοι ότι «κάτω» υπάρχουν µεγάλα ψάρια. Φυσικά λειτουργούν αρκετά ικανοποιητικά και τα σχετικά φθηνά, παραγαδίσια στα αντίστοιχά τους νούµερα (12 ή 13).
Γενικά, υπάρχει µεγάλη ποικιλία στα αγκίστρια. Άποψή µας ότι πρέπει να είναι πολύ αιχµηρά και κοντά, αφού τα ψάρια, τις περισσότερες φορές συλλαµβάνονται µόνα τους. Τα µολύβια µας, πρέπει να έχουν µεγάλο βάρος, από ένα µέχρι και δύο κιλά. Το ακριβές βάρος εξαρτάται από τα ρεύµατα του σηµείου που θα ψαρέψουµε και από το βάθος του. Μεγάλο βάθος και πολύ ρεύµα, µεγάλο βαρίδι. Για βάθος από 300 µέχρι 400 µέτρα, σε σχετικά ήσυχη θάλασσα, χρησιµοποιούµε µολύβια του κιλού ή των 1.200 γραµµαρίων. Πάνω από τα 500 µέτρα χρησιµοποιούµε µολύβια µε βάρος 1.500 γραµµάρια.
Σε βαθύτερα νερά (πάνω από 600 µέτρα), χρειαζόµαστε δίκιλα µολύβια. Εκεί -αν υπάρχουν ψάρια-, καθώς τραβούν το δόλωµα συλλαµβάνονται από το αγκίστρι εξαιτίας της αντίστασης του βαριδιού και όχι από το χέρι µας. Για το λόγο αυτό, λέµε «βαθιά νερά, βαριά µολύβια». Σηµειώνουµε επίσης, ότι στα βαθιά νερά συναντούµε και πιο έντονα ρεύµατα, παράγοντας που επίσης συνηγορεί σε µολύβι µεγάλου βάρους.
Βάθη και σηµεία µε παρουσία ψαριών
Ένα minimum βάθος από το οποίο αρχίζουµε να ερευνούµε το βυθό, είναι τα 280-300 µέτρα. Και σε πιο ρηχά νερά υπάρχουν µπαλάδες, αλλά είναι πολύ µικροί. Συνεπώς, το ψάρεµα τους δε θα είναι καθόλου τίµιο και οικολογικό, αλλά ούτε και προσοδοφόρο. Αφήστε που οι µικροί µπαλάδες έχουν και αρκετά κόκαλα… Πάµε βαθύτερα, λοιπόν και αναζητούµε τα ψάρια κινούµενοι µε ταχύτητα 4-6 κόµβους, ψάχνοντας µε το βυθόµετρο σε σηµεία µε σχετικές «εξάρσεις» του βυθού, ή σηµαντικές υψοµετρικές διαφορές.
Η πορεία µας πρέπει να είναι µια τεθλασµένη γραµµή, ή οµόκεντροι κύκλοι οι οποίοι σταδιακά θα µεγαλώνουν, ενώ η σχετικά ήρεµη θάλασσα θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση. Η συχνότητα του βυθόµετρου πρέπει να είναι ρυθµισµένη στα 50 Hz, και αν έχουµε «µάτι» 1000 W, θα δούµε µπακαλιάρους και µπαλάδες µέχρι τα 600 µέτρα ή και ακόµη βαθύτερα. Στο σηµείο που βρήκαµε ψάρια θα βάλουµε ένα waypoint (σηµάδι) και θα συνεχίσουµε το ψάξιµο. Αφού εντοπίσουµε δύο-τρία κοπάδια, αρχίζουµε το ψάρεµα δοκιµάζοντας από το πρώτο σηµείο. Αν απογοητευτούµε από το αποτέλεσµα, πάµε αµέσως στο δεύτερο, χωρίς να χάσουµε χρόνο σε επί πλέον ψαξίµατα και κύκλους.
Η χαρτογράφηση της επιλεγµένης περιοχής, µε τα waypoints περασµένα στο GPS, θα µας είναι φυσικά πολύ χρήσιµη και στην επόµενη εξόρµηση για µπαλάδες. Έτσι, δε θα χρειαστεί να επαναλάβουµε τη διαδικασία από την αρχή. Απλώς θα πάµε στα «γνωστά» σηµεία, θα διαπιστώσουµε την ύπαρξη των ψαριών και θα ρίξουµε για να τα πάρουµε.
Οι φωτεινές πηγές
Όταν ψαρεύουµε στην άβυσσο, παίζουν µεγάλο ρόλο οι φωτεινές πηγές. Είναι γνωστό ότι, από το σύνολο των επτά χρωµάτων της ίριδας που αναλύονται από το επιφανειακό νερό, σε βάθη µεγαλύτερα από 300 µέτρα φτάνει µόνο ένα αχνό µπλε φως, ακόµα και µε ιδανικές συνθήκες (καθόλου συννεφιά, πολύ διαυγή νερά, έλλειψη ρευµάτων). Είναι επίσης γνωστό, ότι τα ψάρια δε διακρίνουν καθαρά χρώµατα σε τέτοια βάθη. Συνεπώς -κατά την προσωπική µας πάντα άποψη, διότι στο θέµα αυτό υπάρχουν πολλές γνώµες-, το σχετικά έντονο µπλε φως το οποίο θα καταφέρει να φτάσει βαθύτερα, θα «τραβήξει» τα ψάρια κοντά του.
Αν αυτά είναι ακριβώς από κάτω µας (ή αν προτιµάτε εµείς είµαστε πάνω από τα ψάρια), ένα σχετικά αχνό φωτάκι οποιουδήποτε χρώµατος, δουλεύει το ίδιο καλά. Ακόµη και χωρίς την προσθήκη φωτεινής πηγής, είναι δυνατόν οι φωσφορίζουσες χάνδρες της καθετής µας να τραβήξουν τα ψάρια, όταν αυτά βρίσκονται κοντά στην αρµατωσιά µας. Επειδή πάντως καθετές χάνουµε συχνά, η συµβουλή είναι να παίρνουµε σχετικά φτηνές φωτεινές πηγές, µε µικρό κόστος αντικατάστασης.
Η πρώτη µας καθετή
Κατεβάζουµε την καθετή µας στο βυθό, προσέχοντας να µη µπλέξει το νήµα, καθώς ξετυλίγεται από το καρούλι του µηχανισµού µας. Περιµένουµε µερικά λεπτά και κάποια στιγµή, είτε µε το χέρι, είτε µε το καλάµι, θα διακρίνουµε τα τσιµπήµατα των ψαριών, όσο ασθενή και αν είναι. Αν το τράβηγµα είναι ισχυρό και απότοµο, τότε πρόκειται για µεγάλο ψάρι. Μετά από µερικά ψαρέµατα, θα µπορούµε να εκτιµούµε µε σχετική ακρίβεια πόσα ή τι µεγέθους ψάρια έχουν πιαστεί στα αγκίστριά µας, απλά αποκωδικοποιώντας τα τινάγµατά τους. Μόλις λοιπόν διαπιστώσουµε το ισχυρό τσίµπηµα, πρέπει αµέσως να σηκώσουµε την καθετή µας από το βυθό. Έτσι, το µεγάλο ψάρι -που µάλλον είναι βλάχος ή κοκκινοσκορπίνα-, δε θα προλάβει να µπει στην τρύπα του.
Επίσης, το άµεσο ανέβασµα προς τα επάνω θα καρφώσει καλύτερα το ψάρι. Αν το τσίµπηµα είναι σχετικά ασθενές, ακόµα και αν νοιώσουµε ότι το ψάρι τινάζεται πάνω στην αρµατωσιά µας. Περιµένουµε και τη σύλληψη του επόµενου. ∆ε συµφέρει να ανεβάσουµε την καθετή µας µε ένα µόνο µπαλά, από τα 400 ή και περισσότερα µέτρα. Όταν κρίνουµε ότι έχουµε συλλάβει αρκετά ψάρια, ή ένα πολύ µεγάλο. Πρέπει σιγά και σταθερά να τα οδηγήσουµε προς την επιφάνεια.
∆εν πρέπει να βιαστούµε, ούτε να έχουµε µεγάλη ταχύτητα τυλίγµατος, διότι θα τα χάσουµε. Αυτό ισχύει για κάθε ψάρι, µικρό ή µεγαλύτερο. Ακόµη και στην περίπτωση που έχουµε µόνο µπαλάδες στα αγκίστριά µας. Πάλι πρέπει να τους ανεβάζουµε αργά και σταθερά, αλλιώς κόβονται τα χείλια τους. Συνεπώς, οι ηλεκτρικοί µηχανισµοί µας, είτε πρέπει να έχουν δυο ταχύτητες (αργή και γρήγορη), είτε να είναι εφοδιασµένοι µε ροοστάτη. Σε αρκετές περιπτώσεις στην πορεία, διεκδικεί τα ψάρια µας ένα θράψαλο.
Άλλες φορές µε επιτυχία και άλλες χωρίς, το θράψαλο καταλήγει στο σκάφος µας. Αφού ανεβάσουµε τα θηράµατα στην επιφάνεια, χρησιµοποιούµε την απόχη µας για να τα φέρουµε µε ασφάλεια στη βάρκα. ∆ολώνουµε ξανά, και επαναλαµβάνουµε το ρίξιµο της καθετής στη θάλασσα. Αν το κοπάδι που εντοπίσαµε είναι µεγάλο, µπορεί να ανεβάσουµε αρκετά ψάρια, σε πολύ µικρό χρονικό διάστηµα. Οι µπαλάδες είναι ψάρια µε µάλλον αργή ανάπτυξη και σχετικά στάσιµα, ζουν δηλαδή σε συγκεκριµένο τόπο. ∆εν πρέπει να το παρακάνουµε, λοιπόν. Όταν πάρουµε αρκετά ψάρια για να φάµε, φεύγουµε. Τα υπόλοιπα θα µας περιµένουν για να τα ψαρέψουµε την επόµενη φορά.
Η συχνότητα επίσκεψης ενός «τόπου»
Ένα συγκεκριµένο µέρος που «κρατάει» µπαλάδες, δεν πρέπει να το επισκεπτόµαστε περισσότερες από δύο-τρεις φορές το χρόνο. Αλλιώς, κινδυνεύουµε να τους εξαλείψουµε όλους και να αφήσουµε το συγκεκριµένο σηµείο χωρίς ψάρια. Συνεπώς, πρέπει να ψάχνουµε συνεχώς για καινούργια σηµεία. Τα οποία θα µας δίνουν νέα ψάρια και µεγάλες συγκινήσεις. Εκεί µπορεί να βρούµε και άλλα, πολύ ενδιαφέροντα θηράµατα.
Η ψαριά και η επιστροφή µας
Συνήθως τέσσερις µε πέντε ώρες ψαρέµατος. Αν η ηµέρα είναι καλή και τα ψάρια έχουν όρεξη, είναι αρκετές για µια αξιοπρεπή ψαριά. Αξιοπρεπής ψαριά θεωρείται για το γράφοντα η σύλληψη τριών έως πέντε κιλών µπαλάδων και ενός ή δύο άλλων παρεπόµενων αλιευµάτων. Όπως οι µπακαλιάροι, οι βλάχοι και οι κοκκινοσκορπίνες. Σίγουρα πάντως, µε σωστή οργάνωση και τη δέουσα επιµέλεια και προσοχή, δε θα επιστρέψουµε αψάρευτοι. Όπως µπορεί να µας συµβεί στις εξόδους µας για συρτή ή σε άλλα λιγότερο παραγωγικά ψαρέµατα. Τα ψάρια της βαθιάς καθετής επιδέχονται κατάψυξη, και διατηρούν τις ιδιότητές τους για χρονικό διάστηµα ενός-δύο µηνών. Ευκολότατα λοιπόν, όσα δεν καταναλωθούν άµεσα µπορούν να καταψυχθούν για µελλοντική χρήση. Φτάνει να κλειστούν φρέσκα σε αεροστεγή συσκευασία. Πάµε λοιπόν, για βαθιά καθετή. Η θάλασσα σίγουρα θα µας ανταµείψει…
• Μεγάλο βάθος-πολύ ρεύµα, µεγάλο βαρίδι. Βαθιά νερά, βαριά µολύβια
• Η πορεία µας πρέπει να είναι µια τεθλασµένη γραµµή ή οµόκεντροι κύκλοι, που σταδιακά θα µεγαλώνουν.
• Αν εντοπίσουµε µεγάλο κοπάδι, µπορεί να ανεβάσουµε αρκετά ψάρια.