Από τη µικρή σχετικά εµπειρία µου στα παραγάδια, αφού είναι από τις τεχνικές που εξασκώ λιγότερο, παραθέτω ορισµένα tips µε σηµασία, τα οποία δοκίµασα ή έµαθα από φίλους κατά καιρούς και έκαναν τη διαφορά σε αλιεύµατα. Αρκετοί θα γνωρίζουν κάποια, αλλά θα τους διαφεύγουν κάποια άλλα.
Τα tips θα παρουσιαστούν σε τρείς συνέχειες, ώστε να µην κουράσουµε τους φίλους αναγνώστες. Ας αρχίσουµε, λοιπόν:
Τόποι, βάθη, είδη παραγαδιών και αλιεύµατα
Η θάλασσα, όπως και η ξηρά, δεν έχει ένα οµοιόµορφο τοπίο στο βυθό της. Αλλού υπάρχει τραγάνα, αλλού λάσπη και λασποτραγάνα, αλλού πέτρα και ποσειδωνία, ενώ πάνω από το 70% του βυθού είναι άµµος. Έρηµος δηλαδή, όπως και στην ξηρά… Σε αυτήν, γενικά µιλώντας, παραγαδίσια αλιεύµατα δεν υπάρχουν. Εκτός αν πηγαίνουµε στα πολύ βαθιά νερά για µπακαλιάρους.
Τα σαργοπαράγαδα
Αν ρίχνουµε σαργοπαράγαδα, διαλέγουµε περιοχές µε πλακούρα ή συνδυασµό πέτρας-τραγάνας στα ρηχά και ρίχνουµε 150άρια παραγάδια. Για τη βάρκα του ερασιτέχνη, το όριο είναι δύο παραγάδια αυτού του µεγέθους. Όσο για το βάθος, τα σαργοπαράγαδα θέλουν σκοτεινές νύχτες και µικρά βάθη, από τρία µέχρι εικοσιπέντε µέτρα.
Παραγάδια για φαγκριά
Αν ρίχνουµε παραγάδι για φαγκριά, όπου οι τόποι τους είναι µικροί ή πολύ µικροί, είναι καλύτερα να ρίξουµε τέσσερα πενηντάρια σωστά, αφού έχουµε οριοθετήσει τον τόπο µε το βυθόµετρό µας, παρά να ρίξουµε δύο εκατοπενηντάρια και τα µισά αγκίστρια να πάνε στο βρόντο.
Για το λόγο αυτό, πρέπει να ξεκινήσουµε έχοντας τον ανάλογο (πολύ) εξοπλισµό, σε σχοινιά, φελαδούρια και σπίθες. Για πολλούς τα 110-120 µέτρα βάθος είναι το όριο.
Προτείνουµε να δοκιµάσουν βαθύτερα, µέχρι και τα 160 µέτρα, φτάνει να βοηθούν τα µπράτσα τους. Θα εντυπωσιαστούν µε το αποτέλεσµα και τα µεγέθη των ψαριών. Και, τονίζουµε ξανά: Το παραγάδι, µόνο στο κοµµάτι που βρήκαµε, όχι στη διπλανή αµµώδη νεκρή περιοχή!
Μέτζα παραγάδια
Αν ρίχνουµε µέτζο ή χοντρό παραγάδι, διαλέγουµε βραχώδεις βυθούς, αλλά βαθύτερα κοµµάτια. Εδώ η «αγριάδα» και η λασποτραγάνα υπερέχουν.
Το 150άρι µέτζο θα το ρίξουµε αν έχουµε βρει κατάλληλο βυθό στα τριάντα µέχρι και τα εκατό µέτρα.
Αν το «κοµµάτι» είναι µικρότερο, όπως γίνεται συνήθως, δεν ρίχνουµε στην άµµο. Σταµατούµε το ρίξιµο, κόβουµε τη µάνα και ψάχνουµε για τον επόµενο τόπο. Εκτός αν δεν µας κουράζει το νετάρισµα και το ξεδόλωµα των αγκιστριών και συγχωρούµε στον εαυτό µας τη σπατάλη των δολωµάτων…
Χοντρά παραγάδια
Το χοντρό παραγάδι ψαρεύει στην πέτρα, θέλει παρέα στη βάρκα και οι κανόνες είναι δύο: Πενήντα, το πολύ εξήντα παράµαλλα στα χίλια µέτρα µάνα και το µαχαίρι να είναι πάντα δίπλα µας. Τα µεγάλα ψάρια που ψάχνουµε, δεν κοπαδιάζουν και κινούνται πολύ στην προσπάθειά τους να ελευθερωθούν µετά τη σύλληψη. Οπότε, τα διπλανά παράµαλλα, αν είναι κοντά τους, δεν «δουλεύουν».
Το εύκαιρο µαχαίρι χρησιµεύει στο κούρεµα των παράµαλλων όταν το ψάρι τραβάει και αµολάµε µάνα από την κόφα, αλλά και για να κόψουµε τη µάνα στη δύσκολη στιγµή. Πρέπει να το τηρούµε πάντα ευλαβικά αυτό.
Σύµφωνα µε τους περισσότερους, τα χοντρά παραγάδια για συναγρίδες και ροφούς ψαρεύουν καλύτερα µέρα, παρά νύχτα. Οι καλύτερες ώρες γι’ αυτά, είναι 9-11 το πρωί ή 11-1 το µεσηµέρι. Το δοκιµάσαµε και δεν απογοητευτήκαµε. Αφήστε που εκείνες τις ώρες επαγγελµατίες παραγαδιάρηδες δεν υπάρχουν στη θάλασσα, οπότε αποφεύγουµε και τις πιθανές συγκρούσεις.
Γενικά, πάντως, η νύχτα δίνει πιο πολλούς ροφούς και η µέρα πιο πολλές συναγρίδες.
Το ζωντανό
Αν, τέλος, ρίχνουµε ζωντανό, η παρέα στη βάρκα και το µαχαίρι δίπλα µας είναι απαράβατοι κανόνες και εδώ. Τα τριάντα, το πολύ σαράντα αγκίστρια σε αραιά παράµαλλα, αρκούν. Το πρόβληµά µας στο ζωντανό, δεν είναι ο αριθµός των αγκιστριών, αλλά τα δολώµατα που θα βρούµε για να τα καλύψουµε.
Βράχωµα παραγαδιού και τεχνικές ξεβραχώµατος
Πολλές φορές έχουµε ένα βράχωµα που οφείλεται σε ένα αγκίστρι παράµαλλου, στη µάνα που µπήκε κάτω από ένα βράχο από το ρεύµα ή σε ένα ψάρι που αναζήτησε την ασφάλεια τού θαλαµιού του µετά το άρπαγµα του δολώµατος.
Α. Αγκίστρι
Το βραχωµένο αγκίστρι φαίνεται από το τράβηγµα της µάνας, που θα οδηγήσει σε τέντωµα χωρίς µπόσικα και σε µια αίσθηση σταθερού εµποδίου στο τελείωµα της µάνας. Όσοι έχουν δοκιµάσει να τραβήξουν βραχωµένο παράµαλλο, θα αντιληφθούν αµέσως την αίσθηση που περιγράφω παραπάνω. Οι υπόλοιποι πρέπει να φτάσουν στο συµπέρασµα αυτό, να νοιώσουν πως δεν τραβούν κάτι ελαστικό και πως η αίσθηση είναι σαν να τραβούν κάτι που είναι καρφωµένο καλά στον τοίχο.
Όταν η διαφορά διαµέτρου µεταξύ παράµαλλου και µάνας είναι µεγάλη, θυσιάζουµε το συγκεκριµένο παράµαλλο, τραβώντας το µε το χέρι αν είναι µικρής διαµέτρου. Αν είναι µεγαλύτερης, το τραβάµε µε τον ώµο µας, ή τέλος, µε τη δύναµη της µηχανής του σκάφους, αν είναι πολύ µεγάλης διαµέτρου, αφού δέσουµε τη µάνα του παραγαδιού σε ένα δυνατό και σταθερό σηµείο του.
Αν η διαφορά διαµέτρου παράµαλλου-µάνας είναι µικρή και φοβόµαστε ότι πιθανόν να κοπεί αυτή και όχι το παράµαλλο, κάνουµε ένα-δύο κύκλους του σκάφους, τραβώντας, αφήνοντας και τραβώντας ξανά ταυτόχρονα γύρω από το βράχωµα.
Αν δεν ξεβραχώσει ούτε έτσι, τραβάµε όπως περιγράψαµε παραπάνω, αφού έχουµε εξασφαλίσει ότι η κατεύθυνση του σκάφους µας είναι αντίθετη από αυτήν που ρίξαµε το παραγάδι.
Β. Μάνα
Η βραχωµένη µάνα έχει ελαστικότητα, και αντίθετα µε το βραχωµένο παράµαλλο, συνήθως νοιώθουµε το τράβηγµά της, το τρίψιµό της σωστότερα, πάνω στο βράχο.
Αν τραβήξουµε σταθερά, αλλά χωρίς πάρα πολλή δύναµη για τριάντα περίπου δευτερόλεπτα και νοιώσουµε µεταβλητή αντίσταση στην άλλη άκρη της πετονιάς στο βυθό, ή κάτι σαν «σπαρτάρισµα» ή τράβηγµα, σηµαίνει ότι το βράχωµα έχει και ψάρι.
Στην περίπτωση αυτή δεν δίνουµε καθόλου µπόσικα. Τραβάµε γρήγορα και δυνατά. Τα µπόσικα θα δώσουν την ευκαιρία στο ψάρι να τυλίξει σε βράχο ή να µπει στο θαλάµι του. Αλλά, προσοχή: Ποτέ δεν τυλίγουµε τη µάνα στο χέρι µας! Αυτό, αν έχουµε πιάσει µεγάλο ψάρι, είναι ο καλύτερος τρόπος για να βρεθούµε στη θάλασσα.
Αν, πάντως, το ψάρι µπει στο θαλάµι, εφαρµόζουµε αρκετή αλλά όχι µέχρι το σηµείο θραύσης της µάνας, δύναµη, και παραµένουµε σταθεροί, τραβώντας για πέντε έως επτά λεπτά. Στην περίπτωση που το ψάρι, συνήθως ροφός, δεν ξεβραχώσει, κόβουµε τη µάνα και της δένουµε ένα µεγάλο «αχλάδι» ή ότι άλλο καλαδούρι έχουµε πρόχειρο, προσέχοντας, αν αυτό είναι δυνατόν, να βρίσκεται σχεδόν µέσα στο νερό.
Με τον τρόπο αυτό η άνωσή του θα εξασκεί αρκετή και συνεχή πίεση στο ψάρι. Αν αυτό δεν ξεχωρίζει, γιατί είναι σχεδόν βουλιαγµένο, δένουµε δύο καλαδούρια, το ένα συνέχεια του άλλου, ώστε το δεύτερο να επιπλέει και να ξεχωρίζει από µακριά. Αν είναι βράδυ ή σούρουπο, βάζουµε και µια σπίθα.
Στη συνέχεια φεύγουµε, αφού σταυρώσουµε το φελαδούρι τρεις φορές (έχουµε διαπιστώσει ότι και αυτό βοηθά σηµαντικά) και σηκώνουµε το παραγάδι από το άλλο άκρο του. Επιστρέφουµε µαζεύοντας, για να πάρουµε το ξεβραχωµένο στο µεταξύ, ψάρι. Αν δεν έχει ξεβραχώσει ήδη µόνο του ή αν δεν βγει µε το πρώτο τράβηγµα, οι πιθανότητές µας λιγοστεύουν πολύ.
∆οκιµάζουµε και άλλο ένα τράβηγµα µε κόντρα τον ώµο µας, αν αυτός είναι γυµνασµένος. Αν αποτύχουµε ξανά, το µόνο που αποµένει είναι να τραβήξουµε τη µάνα, αφού τη δέσουµε στο σκάφος µε φορά αντίθετη του βραχώµατος, ελπίζοντας για το καλύτερο αποτέλεσµα. Είτε θα βγει το ψάρι από το θαλάµι,
είτε θα κοπεί το παράµαλλο, ή, ακόµα χειρότερα, η µάνα.
Το ίδιο, χωρίς κοψίµατα και καλαδούρια, κάνουµε όταν είµαστε βέβαιοι ότι το βράχωµα δεν οφείλεται σε ψάρι. Επαναλαµβάνουµε την πρόταση: «αφού δέσουµε τη µάνα στο σκάφος», µιας και το τράβηγµα της µάνας µε το χέρι, αν το παραγάδι είναι χοντρό, µπορεί να µας ρίξει στη θάλασσα µαζί του. Και καλά να είναι µπονάτσα, καλοκαίρι, µεσηµέρι και να έχουµε δεύτερο άτοµο στη βάρκα, γιατί τότε απλά θα δροσιστούµε. Αν, όµως, είναι νύχτα και είµαστε µόνοι µας, τα πράγµατα γίνονται πολύ επικίνδυνα. Προσέχουµε πολύ, λοιπόν.
Τέλος, όταν είµαστε σχεδόν βέβαιοι ότι το βράχωµα έχει γίνει από συναγρίδα, κάνουµε δύο αριστερές στροφές γύρω από το σηµείο µε το σκάφος µας. Οι συναγρίδες τυλίγουν την πετονιά µας στο βράχο πάντα δεξιόστροφα.
Τα παραγαδίσια Tips για παραγάδια κάθε τύπου, συνεχίζονται στο επόµενο τεύχος. Μέχρι τότε, εύχοµαι λιγότερα lockdown και περισσότερα ψαρέµατα!