Ψάρεμα τον Μάιο: Αναζητώντας τους σαργούς με rockfishing
O µήνας Μάιος είναι η εποχή των µεγάλων σαργών, και όπως όλοι µας γνωρίζουµε, τους µεγάλους θα τους βρούµε σε βραχότοπους, που σηµαίνει ότι θα πρέπει να ξεχάσουµε την άνεσή µας και να πάρουµε τους κάβους έναν προς έναν αναζητώντας τους.
Ο µήνας Μάιος ήταν πάντα ένας από τους καλύτερούς µου µήνες για το ψάρεµα που εγώ έχω επιλέξει να κάνω, δηλαδή το rockfishing. Και να λοιπόν που ήρθε η ώρα να κυνηγήσουµε κανένα σαργό -και ότι άλλο φυσικά µας προκύπτει από την αρκετά επίπονη προσπάθειά µας να τους βρούµε-, σε τόπους απόµερους, που µε πάρα πολύ κόπο και πολύ περπάτηµα βρίσκουµε το κατάλληλο σηµείο.
Συνήθως είναι πολύ κουραστικό να βρεθούµε σε αυτό, και µόλις -επιτέλους- φτάσουµε, µε ανακούφιση από τον ποδαρόδροµο που διανύουµε (µερικές φορές µάλιστα παραπάνω από χιλιόµετρο, ανάµεσα σε θάµνους και κακοτράχαλα «µονοπάτια», αναζητώντας τους κατάλληλους κάβους για να απλώσουµε τα εργαλεία µας).
Όταν κατεβαίνουµε σε τέτοιους ψαρότοπους, τους οποίους έχουµε συνήθως ξαναεπισκεφθεί παλαιοτέρα και ξέρουµε τι έχουµε να αντιµετωπίσουµε, θα πρέπει να πάρουµε µαζί µας εκτός από τα δολώµατα που κατ’ ανάγκην θα κουβαλήσουµε, νερά και φαγητό, γιατί µετά θα µας είναι πολύ δύσκολο να κάνουµε δεύτερο δρόµο. Θα πρέπει επίσης να έχουµε τακτοποιήσει τα διάφορα εργαλεία µας κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι εύκολα στη µεταφορά τους.
Κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας µας, πρέπει πάντα να παρατηρούµε τα ανοίγµατα της θάλασσας, τα φύκια και τα «ανοίγµατα», δηλαδή το καθαρό σηµείο για να πετάξουµε την αρµατωσιά µας, οπότε θα πρέπει πάντα να πηγαίνουµε µε το φως της ηµέρας (είναι νόµος αυτό!) και µάλιστα πάντα µε παρέα, ποτέ µόνοι µας.
Τα γνωστά ευχάριστα προβλήµατα λοιπόν, στη γύρα προς αναζήτηση δολωµάτων και παρέας που να ταιριάζουν τα χνώτα µας που λένε, η διερεύνηση του καιρού και της σελήνης, το πότε δηλαδή θα είναι οι µέρες αποδοτικές για το ψάρεµα που έχουµε επιλέξει να κάνουµε. Τα δολώµατα ήταν το πιο εύκολο για µένα, η παρέα όµως;
Άντε τώρα να πω στο Θανάση ότι θα πρέπει να προχωρήσουµε σχεδόν κανένα χιλιόµετρο σε βράχια και θάµνους για να ψαρέψουµε… Πως τον τούµπαρα, ακόµα δε µπορώ να καταλάβω… Ακόµα µου φαίνεται απίστευτο ότι µε ακολούθησε σε αυτό το δύσκολο ψάρεµά µου. Κανονίζαµε τα σχετικά δυο µέρες πριν, µοιράζοντας στα ίσια και τίµια τις δουλειές που θα έπρεπε να κάνουµε, άλλος τα δολώµατα και άλλος τα διάφορα, σάντουιτς, νερά, πάγο.
Αφού λοιπόν είχαµε ετοιµάσει τα διάφορα, θα έπρεπε να ετοιµάσουµε και τις ανάλογες αρµατωσιές, αφού εκεί κατά κόρον δούλευαν οι µονάγκιστρες µε ένα τριαράκι αγκίστρι και ένα µικρό float περασµένο επάνω τους, µιας και το µέρος αυτό έχει αρκετά σκαλώµατα και έπρεπε να είµαστε προετοιµασµένοι.
Μολύβια
Τα µολύβια που θα βάζαµε, εάν δεν υπήρχαν τα ρεύµατα που συνήθως υπάρχουν σε βαθιά νερά, θα ήταν τα απλά, τα τύπου «ελιάς» όπως συνηθίζουµε να τα λέµε, περαστά, εξήντα µε εβδοµήντα γραµµάρια.
Αν χρησιµοποιούσαµε άλλα βαρίδια, θα κλαίγαµε τα ευρώ µας λόγω των σκαλωµάτων, µε τις απώλειες που θα είχαµε σε µολύβια, sissy, αγκίστρια, χάντρες, στριφτάρια και διάφορα άλλα µπιχλιµπίδια µε τα οποία συνήθως φορτώνουµε τις αρµατωσιές µας.
Αρµατωσιές
Οι κλασσικές µονάγκιστρες είναι οι πιο αποδοτικές σε αυτά τα µέρη. Μια οργιά παράµαλλο λοιπόν, ένα 3άρι αγκίστρι και ένα στριφτάρι, χάντρα ή float, και η αρµατωσιά µας είναι έτοιµη για χρήση. Στην κυριολεξία πιάστηκε το χέρι µου, αφού τέλειωσα δυο εικοσιπένταµετρες fluorocarbon πετονιές για χάρη τους παρακαλώ.
Μηχανισµοί
Απαραιτήτως έλεγχος στους µηχανισµούς µας και φυσικά εκτενής έλεγχος στις µποµπίνες µε την πετονιά, για να διασφαλίσουµε ότι είναι σε καλή κατάσταση. Εάν δεν είναι, θα πρέπει να τις αλλάξουµε για να µην βρεθούµε προ εκπλήξεων, αναθεµατίζοντας την ώρα και την στιγµή που χάσαµε το ψάρι εξ αιτίας αυτής της παράλειψης. Ένας καλός και αποδεδειγµένος τρόπος για να διατηρούµε σε καλή κατάσταση τις πετονιές που έχουµε επάνω στις µποµπίνες µας, είναι να τις βάλουµε σε µία λεκάνη µε ζεστό νερό και λίγο πράσινο σαπούνι και να τις αφήσουµε µέσα µία ηµέρα.
Την επόµενη µέρα, τις ξεπλένουµε, τις στεγνώνουµε και τις βάζουµε πάλι πάνω στα µηχανάκια. Έτσι, τις έχουµε πάντα σε άριστη κατάσταση, επιµηκύνοντας το χρόνο ζωής και την αντοχή τους.
Ραντεβού λοιπόν για το ταξίδι µας και εξονυχιστικός έλεγχος όλου του εξοπλισµούς, µην τυχόν και ξεχάσουµε τίποτα από τα βασικά και πάει άδικα όλος ο κόπος µας.
Αυτό ήταν, τα φορτώσαµε και δρόµο, ο Θάνος στο τιµόνι και εγώ από δίπλα. Αφού βέβαια είχαµε κάνει καµιά ώρα δρόµο πηγαίνοντας προς το λιµάνι του Λαυρίου (για να είµαι σίγουρος ότι δε θα γυρίσει πίσω), άρχισα να του λέω για το µέρος που θα πηγαίναµε να ψαρέψουµε και τις πληροφορίες που µου είχε δώσει κάποιος φίλος γιατρός στην Κύθνο.
Αφού βέβαια µπήκαµε στο καράβι και ξεκίνησε, τότε τον ρώτησα εάν είχε κάνει τώρα τελευταία κανένα τεστ κοπώσεως, γιατί εκεί που θα πηγαίναµε, στον Άγιο ∆ηµήτριο, στο νοτιότερο σηµείο του νησιού, σε έναν πανέµορφο ψαρευτικό κάβο, θα κάναµε τουλάχιστον από πέντε τεστ ο καθένας µας!
Τι ήταν να του το πω, µου άρχισε τη µουρµούρα «που θα µε πας πάλι, δε θα µπορώ να πάρω τα πόδια µου την άλλη µέρα, θα µε πιάσει ξανά η µέση µου», και κάτι άλλα γαλλικά που δε µπορώ να τα γράψω,
καταλαβαίνετε τι εννοώ.
Κύθνος
Μετά από µια ώρα καλού ασφαλτοστρωµένου δρόµου µε µπόλικες στροφές, µπήκαµε στο χωµατόδροµο ο οποίος οδηγούσε στο σηµείο που θα αφήναµε το αυτοκίνητο µας. Ο χωµατόδροµος ήταν περίπου 15 χιλιόµετρα πριν µας φέρει στον τελικό µας προορισµό και αν δε βάλεις τα κατάλληλα σηµάδια, όσες φορές και να πας θα χάνεις το δρόµο. «Πάει το αµάξι µου, το κατέστρεψες!», µου έλεγε ο Θάνος σε όλη τη διάρκεια της διαδροµής. Βλέπετε είχαµε πάει µε το δικό του αυτοκίνητο, ένα Skoda Octavia…
Επιτέλους φτάσαµε εκεί που θα αφήναµε το αυτοκίνητο, για να προχωρήσουµε µετά µε τα πόδια. Μετά από κανένα σαραντάλεπτο περίπου περπάτηµα, φτάσαµε στο τελικό σηµείο, αλλά δεν ήταν εφικτό να ψαρέψουµε εκεί, λόγω του δυτικού άνεµου που φυσούσε δυνατά από τη δεξιά µεριά του κάβου. Από τη µέσα του µεριά όµως, την αριστερή, τα πράγµατα ήταν καλύτερα, αφού ο µεγάλος κόλπος µε τα όχι τόσο βαθιά νερά ο αέρας δε θα ενοχλούσε καθόλου το ψάρεµά µας. Τη µεριά του πελάγους, τη δεξιά, την είχα ξαναψαρέψει παλαιότερα και την ήξερα καλά. Είχε φροντίσει για αυτό ο γιατρός, αφού µου έλεγε συνεχώς ότι βλέπει τους σαργούς µε τη µάσκα και ότι φοβάται να τους πλησιάσει λόγω του µεγάλου µεγέθους τους.
Ας µην ήταν αυτός ο αέρας και τα λέγαµε…
Αφού αλλάξαµε µπλουζάκι, γιατί λόγω του ήλιου και της ζέστης που επικρατούσε είχαν γίνει χωρίς υπερβολή τρία κιλά από τον ιδρώτα, βρήκαµε το κατάλληλο σηµείο να αφήσουµε τα πράγµατά µας και αρχίσαµε να ετοιµάζουµε τα καλάµια µας και τις αρµατωσιές. Τότε ήταν που συνειδητοποιήσαµε ότι είχαµε ξεχάσει στο σπίτι τις µονές βάσεις για τα καλάµια µας! Έτσι αναζητούσαµε το κατάλληλο σηµείο στα βράχια για να τα κοντράρουµε, χωρίς να υπάρχει ο φόβος για κάποια δυσάρεστη απώλεια. Ευτυχώς βρήκαµε αυτό που ζητούσαµε σχετικά εύκολα και στήσαµε από τρία καλάµια ο καθένας µας, συν κάτι πεταχτάρια. Όχι ότι δεν υπήρχε χώρος, αλλά η µεταφορά τους ήταν πολύ δύσκολη για να έχουµε παραπάνω καλάµια, οπότε µας αρκούσαν αυτά.
Βυθός
Μια απέραντη τραγάνα µε πλάκες και φύκια, που είναι η φωλιά των σαργών και γενικά των σπαριδών, όπως τσιπούρες, συναγρίδες, µελανούρια και άλλα.
Η επιλογή της ψαρεύτρας
«Θάνο διάλεξε γήπεδο του είπα», και διάλεξε την µύτη του κάβου, αφήνοντας σε µένα το χώρο αριστερά του. Τούτη την πλευρά δεν την είχα ξαναψαρέψει καθόλου, οπότε έκανα την προσευχή µου να πιάσουµε κανένα ψαράκι, γιατί µετά ποιος άκουγε το Θάνο από τα γαλλικά που θα µου έσουρνε στην επιστροφή µας.
∆ολώµατα
Επειδή δεν ήξερα τι τρώνε συνήθως τα ψάρια σε αυτό το σηµείο, αρκέστηκα στο φαραώ που δουλεύει νύχτα και µέρα και σε µερικά µονοδόλια και λίγο ακροβάτη για το καθιερωµένο εγγλέζικο που κάνουµε το βράδυ, µόνο και µόνο για να µη µας πάρει ο ύπνος. Συνήθως έχει κάτι γόπες που µαζεύει µανιωδώς ο Θάνος και έτσι περνά την ώρα του. Εγώ αρκούµαι σε λίγη ξεκούραση σε οµαλό βραχάκι που µου το επιτρέπει να ξαπλώσω, γιατί όσο και να σας ακούγετε παράξενο, µετά τις δώδεκα τα µεσάνυχτα οι τσιµπιές έρχονται αραιά και που.
Το παιχνίδι γίνεται συνήθως µεσηµέρι προς απόγευµα και ενδιαφέρον υπάρχει ξανά κατά το ξηµέρωµα.
Το ψάρεµά µας άρχισε λοιπόν κατά τις 15.30, µε τις πρώτες αναγνωριστικές, απαραίτητες ριξιές για τον έλεγχο του βυθού. Μετά από κάνα δυο µαγκώµατα-κοψίµατα, βρήκα επιτέλους το σηµείο που είχε κάποια τραγάνα και άνοιγµα ο βυθός, ώστε να καταφέρνω να παίρνω πίσω την αρµατωσιά µου. Αυτό ήταν καµία εξηνταριά µέτρα περίπου από το σηµείο που καθόµουν.
∆όλωσα φαραώ στο ένα µου καλάµι και στο άλλο µονοδόλι, στήριξα τα καλάµια και επειδή στο ένα καλάµι θα χρειαζόµουν κάποιες πέτρες για να το στερεώσω σίγουρα, ανέβηκα λίγο στο λόφο για να φέρω καµία πέτρα και να δηµιουργήσω ένα υποτυπώδες στήριγµα. Έτσι που χάζευα από ψηλά το µέρος που είχαν πέσει τα καλάµια µου, ξαφνικά στο καλάµι µε το φαραώ, το δεξί όπως κοιτούσα στα ανοιχτά, πήρε µια άγρια τσιµπιά αναγκάζοντάς µε να τρέξω γρήγορα κοντά του.
Παίρνοντας τα πρώτα µέτρα, κατάλαβα ότι είχα να κάνω µε κάποιο καλό ψάρι, οπότε γύρισα και φώναξα του Θάνου να έρθει γρήγορα µε την απόχη. Ακόµα τον περιµένω…! Ευτυχώς που δεξιά µου τα βράχια έκαναν µια εσοχή σα γλίστρα, χωρίς ευτυχώς σκαλώµατα, γιατί µέχρι να έρθει ο Θάνος δεν είχα άλλη επιλογή. Τράβηξα χωρίς καθυστέρηση το ψάρι έξω, του οποίου η συµπεριφορά παρέπεµπε σε µεγάλο σαργό. Η ώρα ήταν 16:10, όταν µόλις άρχισε να φαίνεται η γυαλάδα του ψαριού, που ήταν αρκετά µεγάλη. Αρχικά το πέρασα για τσιπούρα, µιας και το µέγεθος του ψαριού ήταν κάπως µεγαλύτερο από τους συνηθισµένους σαργούς της περιοχής.
Άρχισα λίγο να φοβάµαι για τον αν θα αντέξει η πετονιά µου, περιµένοντας την απόχη που κατέφθανε. Ο Θάνος απείχε καµία δεκαριά µέτρα και τότε αποφάσισα να φέρω το ψάρι στη γλίστρα δεξιά µου.
Προς µεγάλη µου ανακούφιση είδα έναν τεράστιο σαργό να έρχεται για να µου ανοίξει την διάθεση και σκέφτηκα «χαλάλι ο κόπος, και να µην πάρω άλλο ψάρι µου φτάνει αυτός ο σαργός για σούβλα». Ήταν χωρίς υπερβολή κοντά στα δύο κιλά. Σαράντα έξι πόντους µήκος είχε, τον µέτρησα από περιέργεια όταν επέστρεψα στο σπίτι µου!
Είχε έρθει η σειρά µου να πω και εγώ µερικά «γαλλικά» στο Θάνο, για την αργοπορία του να έρθει µε την απόχη. Την άφησε ακριβώς δίπλα µου. «Έτσι, για την επόµενη φορά…», µου είπε!
Μετά από ανάπαυλα σχεδόν ενός τετάρτου της ώρας για τις σχετικές φωτογραφίες µε το ψάρι, ξαναδόλωσα το καλάµι και πάλι µε φαραώ, και το έριξα περίπου στο ίδιο σηµείο που µε είχε βρει αυτό το υπέροχο ψάρι. ∆εν πέρασε κάνα τέταρτο και πάλι µια δυνατή τσιµπιά έκανε την µύτη του ίδιου καλαµιού που είχε πάρει το πρώτο ψάρι να λυγίσει. Άρπαξα το καλάµι και τράβηξα ξανά. «Πάλι σαργός», είπα από µέσα µου και αυτή τη φορά έκανε περισσότερα τραβήγµατα σε σχέση µε τον άλλον. Φώναξα πάλι στον Θάνο να έρθει, µήπως και χρειαστεί να το βγάλουµε µε την απόχη, αλλά και ο άλλος, ο δοκιµασµένος τρόπος της γλίστρας µου έδινε περισσότερη εµπιστοσύνη.
Έτσι και έγινε και άλλος ένας σαργός περίπου στο κιλό κοσµούσε την γούβα µε το νερό που υπήρχε δίπλα µου. Και µάλιστα µε ανανεωµένο από τα κύµατα νερό, αφού φυσικά είχα φτιάξει ολόκληρο φράγµα από πέτρες για να µη µου τα πάρει ξανά πίσω η θάλασσα.
Από τη µεριά που ψάρευε ο Θάνος, εκτός από κάτι µικρές πέρκες που φυσικά τις επέστρεφε λόγω µεγέθους ξανά στο νερό, δεν είχε πιάσει τίποτα άλλο. Του είπα λοιπόν να µεταφέρει σιγά-σιγά τα καλάµια του στο µέρος που είχα κατά τύχη βρει, αφού -όπως είχε ήδη αποδειχθεί δύο φορές-, εδώ θα παίρναµε και τα υπόλοιπα ψάρια της ψαρευτικής µας αφήγησης.
Μισή ώρα, δυο ψάρια. «Και τι ψάρια!», σκέφτηκα. Κανένα τέταρτο αργότερα, πήρε και ο Θάνος ένα κακαρέλο περίπου στο µισόκιλο, µε αποτέλεσµα να δεχτεί χωρίς καµία αντίδραση τη σχετική µου καζούρα για το τι ψάρια έπιασα εγώ και τι ψάρια παίρνει εκείνος. Στο καλάµι µου που ήταν κοντά σε αυτά του Θάνου ξαναχτύπησε πάλι ψάρι. Την πρώτη φορά χτύπησε, αλλά δεν είχε αφήσει τίποτα επάνω στο αγκίστρι, και ο Θάνος µην αντέχοντας τα πειράγµατα µου , άρχισε να λέει τα δικά του: «τυχεράκια, κωλ…..ρδε…», και τα σχετικά. «Φέρε την απόχη τώρα», του είπα, «γιατί δυστυχώς η γλίστρα µου είναι µακριά».
Ήρθε λοιπόν κοντά µου µε την απόχη και σε λίγο στο δίχτυ βρισκόταν άλλος ένας σαργός αρκετά πάνω από κιλό (γύρω στο ενάµιση περίπου τον υπολογίσαµε). Και αυτός τη σχετική πόζα και δρόµο για µέσα στη λακκούβα µε τα υπόλοιπα ψάρια. Μόλις είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και τα έντονα ρεύµατα µας έπαιρναν την πετονιά προς τα δεξιά, µην αφήνοντάς µας να ψαρέψουµε όπως εµείς θέλαµε, αφού ρίχναµε προς τα αριστερά και σε δευτερόλεπτα η αρµατωσιά µας βρισκόταν καµιά εικοσαριά µέτρα δεξιότερα.
Τι µολύβια άγκυρες βάλαµε, τι άλλες πατέντες και αν σκαρφιστήκαµε, ήταν σχεδόν αδύνατον να ψαρέψουµε. Έτσι, είπα στο Θάνο ότι εγώ θα κάτσω και θα περιµένω να σταµατήσουν τα ρεύµατα και µετά θα ψαρέψω. Από τα παρελθόντα ψαρέµατα στην περιοχή, ποτέ δεν είχαν κρατήσει τα ρεύµατα περισσότερο από ένα τρίωρο.
Ο Θάνος συµφώνησε µαζί µου για την ανάπαυλα, και άνοιξε ένα εγγλέζικο για τις γόπες, που µε το ίδιο κοµµατάκι ακροβάτη, µπορείς καµιά φορά να βγάλεις ακόµα και πέντε από δαύτες.
Άπλωσα το στρωµατάκι της γυµναστικής που έχω για τις δύσκολες ώρες στο κρεβάτι από βράχο που είχα ανακαλύψει, για να ισιώσω λίγο τα ταλαιπωρηµένα µου πόδια από την … άνεση που µου πρόσφεραν απλόχερα τα βράχια, µέχρι εκείνη τη στιγµή. Είχα αφήσει ένα καλάµι µέσα, έτσι για να βρίσκεται, αλλά για καµία ώρα δεν είχε δείξει κανένα σηµάδι.
Ο Θάνος εν τω µεταξύ συνέχιζε το ψάρεµά του µε το εγγλέζικο και στα δυο πεταχτάρια που είχε ρίξει έπαιρνε κάτι λίγδες, που τραβούσαν σαν λυσσασµένες τα καρούλια στην τάβλα λες και ήταν θηρία.
∆υστυχώς όµως δεν ήταν… Την πάτησα και εγώ στο ένα µου πεταχτάρι, καθώς γυρνούσε σαν τρελό, κάνοντάς µε να πεταχτώ όρθιος, νοµίζοντας ότι µε βρήκε κάτι αξιόλογο (…και πάνω που µε είχε πάρει ένας γλυκός ύπνος!). Ψάρι ήταν, αλλά ήταν µια µικρή τσιπουρίτσα που λικνιζόταν φιλάρεσκα επάνω στο αγκίστρι µου!
Ευτυχώς που σηκώθηκα και τσέκαρα τα ψάρια που είχα αφήσει στο νερό, γιατί διαπίστωσα ότι τους είχαν κάνει επίσκεψη µερικά καβούρια, και αν δεν τα έβγαζα από το φυσικό ενυδρείο, το πρωί που θα ξυπνούσα θα τα έβρισκα σχεδόν µισοφαγωµένα.
Καλό θα είναι να έχουµε ψυγείο µαζί µας, για να κρατάµε τα ψάρια σε καλή κατάσταση. Στην προκειµένη περίπτωση, εµείς δεν είχαµε ψυγείο µαζί, λόγω της δύσκολης µεταφοράς. Οπότε σε αυτή την περίπτωση τα βάζουµε σε ένα κουβά, ανανεώνοντας σε τακτά διαστήµατα το νερό µε φρέσκο.
Αυτό ήταν και το έναυσµα για τον ύπνο που θα επακολουθούσε και διήρκεσε τέσσερις περίπου ώρες.
Τυλιγµένος µέσα στο sleeping bag µου για να κρατά όσο το δυνατόν µακριά από το σώµα µου την υγρασία που επικρατούσε, µε πήρε ο ύπνος.
Ξέρετε, αυτός που µας παίρνει και µένει το ένα µάτι ανοιχτό, αφήνοντας συνεχώς την ψευδαίσθηση ότι βλέπεις κάποιο από τα σιάλουµ στα καµπανάκια σου, να τρέχει προς τα πάνω…
Στο χτύπηµα του κινητού µου, σηκώθηκα µε βαριά καρδιά και έβαλα µπουφάν, µιας και η υγρασία ήταν στο φόρτε της ακόµα . Έλεγξα το καλάµι και τα πεταχτάρια µου και είχα ένα µικρό σηκιό επάνω, δυστυχώς ψόφιο… «Κρίµα!», είπα από µέσα µου, αλλά δυστυχώς δε µπορούσα να κάνω και διαφορετικά, δόλωσα όλα τα καλάµια και τα έριξα ξανά µέσα στο νερό. Το ρεύµα εξακολουθούσε να υπάρχει, αλλά σε λιγότερη ένταση.
Η ώρα είχε πάει πέντε και εκτός από κάποιες πέρκες και κάτι µικρούς σαργούς, δεν είχαµε τη χαρά να µας βρει κανένα ψάρι σαν τα χθεσινά.
Πέρασε κανένα δίωρο και εξακολουθούσε να επικρατεί το ίδιο µοτίβο. Σε λίγο άρχισε να βγαίνει και ο ήλιος και όσο άρχισε να ζεσταίνει περισσότερο, ο ιδρώτας και οι σκνίπες µας έκαναν τη ζωή πραγµατικά δύσκολη, οπότε αποφασίσαµε να τα µαζέψουµε και να πάρουµε το δρόµο της επιστροφής. ∆όξα τω Θεώ, η θάλασσα µας έδωσε αυτά που περιµέναµε και είµαστε ικανοποιηµένοι αφού το φαγητό µας βγήκε και µε το παραπάνω. Επιστροφή λοιπόν και σε κανένα µήνα ξανά επίσκεψη, στο σηµείο της συνάντησής µας µε τους σαργούς.
Επίλογος
Ποτέ δεν ψαρεύουµε συνέχεια έναν τόπο που µας δίνει ψάρια, ότι είδος και αν είναι αυτά. Τον αφήνουµε πρώτα να ξεκουραστεί και µετά τον ξαναεπισκεπτόµαστε. Αυτό θα πρέπει να µας γίνει µάθηµα! Λειτουργώντας έτσι, θα έχουµε τη δυνατότητα να βγάζουµε πάντα κανένα καλό ψάρι, έτσι για να κάνουµε µία µικρή απόσβεση στα έξοδά µας και να δικαιολογείται η ταλαιπωρία που τραβάµε. Και πιστέψτε µε, δεν είναι λίγη…