Τα τελευταία δέκα χρόνια, οι περισσότερες ερωτήσεις αναγνωστών έχουν σχέση µε την απόσταση του δολώµατος – φυσικού ή τεχνητού – από το σκάφος. Η επόµενη πιο δηµοφιλής ερώτηση, αφορά στην ταχύτητα µε την οποία κάνουµε συρτή, ανάλογα µε τον τύπο του θηράµατος που αναζητούµε.
Στη συνέχεια, θα περιγράψω τις ενέργειές µου σε ορισµένα από τα ψαρέµατα αυτά, βασισµένος στην εµπειρία µου και τη διεθνή βιβλιογραφία. Έτσι, ελπίζω να δώσω χρήσιµες πληροφορίες αλλά και να δηµιουργήσω γόνιµο πεδίο συζήτησης, σε όλους όσους ασχολούνται µε το βασιλιά των ψαρεµάτων, τη συρτή. Γενικά, η ταχύτητα και η απόσταση εξαρτώνται από µια σειρά παραµέτρους και φυσικά από την εξασκούµενη τεχνική. Οι παράµετροι αυτές, έχουν να κάνουν µεταξύ άλλων µε το είδος του δολώµατος, το βάθος της θάλασσας, το είδος του θηράµατος και τον τύπο του κινητήρα του σκάφους µας. Ας αρχίσουµε, λοιπόν.
Στο µολύβι φύλακα
Αν ψαρεύουµε µε µολύβι φύλακα, το βάθος καθορίζει σε µεγάλο βαθµό την απόσταση του δολώµατος. Μεγάλο βάθος, µεγάλη απόσταση, µικρότερο βάθος, µικρότερη απόσταση από το σκάφος. Αν δοκιµάσουµε να τραβήξουµε ένα δόλωµα σε βαθιά νερά (πάνω από 70 µέτρα), πολύ κάθετα προς το σκάφος µας, το πιθανότερο είναι ότι αυτό είτε θα σηκώνεται ψηλά από το βυθό και δε θα το συναντούν τα περισσότερα ψάρια, είτε θα «γλύφει» και τελικά θα σκαλώσει σε αυτόν. Η µεγαλύτερη απόσταση, δίνει καλύτερο έλεγχο στο δόλωµά µας όταν ψαρεύουµε σε βαθιά νερά. Αυτό επίσης σηµαίνει και περισσότερο νήµα στους µηχανισµούς µας, για να έχουµε πάντα ένα αξιοπρεπές απόθεµα στη µάχη µε το ψάρι. Τέλος, το µεγαλύτερο βάθος χρειάζεται πάντα και βαρύτερο µολύβι. Η ταχύτητά µας στο ψάρεµα αυτό, πρέπει να είναι από 0,8 µέχρι το πολύ 1,3 κόµβους, αφού τραβάµε -και δεν πρέπει να το ξεχνάµε αυτό-, ένα ζωντανό ή νωπό δόλωµα. Καταλαβαίνω ότι το εύρος που δίνω είναι µεγάλο, αλλά εδώ έχουµε να κάνουµε µε δύο αντίρροπες δυνάµεις. Μεγαλύτερες ταχύτητες, σηµαίνουν κάλυψη µεγαλύτερης περιοχής. Αντίθετα, µικρότερες ταχύτητες, σηµαίνουν καλύτερη παρουσίαση του δολώµατος και περισσότερες ευκαιρίες στο ψάρι να χτυπήσει. Τη λύση για το δικό µας προφίλ ψαρέµατος, θα τη δώσει ένα απαραίτητο και πολύ χρήσιµο όργανο: το βυθόµετρο. Αν έχουµε ένα καλής ποιότητας κατασκευής, ακριβές βυθόµετρο, και έχουµε «ανιχνεύσει» την περιοχή εντοπίζοντας τα πιθανά θηράµατά µας, οι σχετικά µικρότερες ταχύτητες είναι καλύτερες. Αν, αντίθετα, πάµε «µε την εµπειρία της προηγούµενης καλής ψαριάς», τότε οι µεγαλύτερες ταχύτητες θα µας δώσουν περισσότερες πιθανότητες να βρούµε τα θηράµατα µας. Ας δούµε τώρα πως χρησιµοποιούµε τα διάφορα δολώµατα, στην περίπτωση της συρτής επιφανείας για µεγάλα πελαγικά.
Στη συρτή, µε λούρες
Γενικά, η µίξη λουρών και σκληρών τεχνητών δεν είναι συνηθισµένη στη Μεσόγειο. Ίσως επειδή το ψάρεµα για marlin και wahoo, που αγαπούν πολύ τις λούρες και γενικά τις µικτές συνθέσεις, δε συνηθίζεται λόγω της µη ύπαρξης αυτών των θηραµάτων στα νερά µας. Πάντως, αν έχουµε βγει για albacores και έχουµε µείνει χωρίς ψάρι, παρ’ όλες τις αλλαγές των αποστάσεων και των χρωµάτων των σκληρών τεχνητών, δοκιµάζουµε τις λούρες. Η έκπληξη µπορεί να έρθει από αυτές, ειδικά αν ανάµεσα στα άλλα είδη της περιοχής υπάρχουν και θράψαλα. Το δοκιµάσαµε πρόπερσι στο Λιβυκό πέλαγος : µετά από τέσσερις ώρες τράβηγµα, ούτε λέπι. Αντικαθιστώντας ένα σκληρό τεχνητό µε λούρα, είχαµε δύο απανωτά χτυπήµατα µέσα σε δέκα λεπτά, στην ίδια λούρα (ένα και µοναδικό τραβούσαµε στη σύνθεση µας), πήραµε δύο ψάρια, και επιστρέψαµε τροπαιούχοι στο Λουτρό. Η ταχύτητά µας, µιας και χρησιµοποιούµε µικτές συνθέσεις από σκληρά τεχνητά και λούρες µαζί, πρέπει να είναι η ίδια µε αυτήν των συνδυασµών αποκλειστικά από σκληρά τεχνητά, δηλαδή να ανήκει στο φάσµα ταχυτήτων από 5 µέχρι κόµβους. Η απόσταση της λούρας από το σκάφος είναι γύρω στα 25-30 µέτρα αν είναι µεγάλη (18αρα και πάνω), και γύρω στα 50 αν είναι µικρότερη. Ας πειραµατιστούµε, πάντως. Το αποτέλεσµα δεν θα µας απογοητεύσει, αν περάσουµε κοντά στα ψάρια. Πιστέψτε µε…
Στη συρτή, µε νωπό ή ζωντανό δόλωµα
Στη συρτή επιφανείας, πρώτο ρόλο θα παίξει το ίδιο το δόλωµα. Αν αυτό είναι νωπό ή ζωντανό (τα τονοειδή και οι ιστιοφόροι ξιφίες ψαρεύονται σούρουπο, µε φυσικά δολώµατα), η απόσταση από το σκάφος πρέπει να είναι σχετικά µεγάλη (ίσως και µέχρι 80 µέτρα). ∆εν πρέπει να ξεχνάµε πάντως, ότι το σκάφος µας είναι ο µεγαλύτερος µαγνήτης για τα πελαγικά είδη, µε τα απόνερα και την «αντάρα» που δηµιουργεί στο νερό. Αν ψαρεύουµε µε τα δολώµατα πάρα πολύ µακριά, κινδυνεύουµε τα ψάρια να έρθουν προς το σκάφος για να δουν τι δηµιουργεί τους αφρούς, αλλά να µη βρουν τα δολώµατά µας γιατί θα είναι πολύ πίσω. Για το λόγο αυτό, δεν πρέπει να το παρακάνουµε. Σηµειώνω ότι, αν ο κινητήρας µας είναι εξωλέµβιος, παράγει µεγαλύτερη ποσότητα αφρού και αντάρας, είναι δηλαδή «ορατός» από πιο µακριά στα υποψήφια θηράµατα και αυτό πρέπει πάντα να το λαµβάνουµε υπόψη µας. Σε απόσταση 40 µέτρων από το σκάφος, στη µισή απόσταση δηλαδή, θα έχουµε προσαρµόσει ένα διακοσάρι βαρίδι στο νήµα µας. Έτσι, το ζωντανό δόλωµα το οποίο τραβάµε µε ταχύτητα µέχρι 1,3 κόµβους, θα βρίσκεται στο «πεδίο προσβολής» από τα θηράµατά µας. Το πεδίο προσβολής, εκτείνεται από τα δύο µέχρι και τριάντα µέτρα βάθος και µέχρι 80 µέτρα απόσταση. Αν το δόλωµα είναι νωπό, η ταχύτητά µας µπορεί να αυξηθεί κατά µισό κόµβο ή ακόµη περισσότερο, και να φτάσει τους δύο. Έτσι, θα καλύψουµε µεγαλύτερες αποστάσεις. Φυσικά, στην περίπτωση αυτή αυξάνουµε λίγο το βάρος του µολυβιού µας, αλλά βάζουµε και στο νωπό δόλωµα το γνωστό περαστό µολυβάκι που χρησιµοποιούµε στη συρτή µε µολύβι φύλακα, για να µην περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του. Τις περισσότερες φορές, δεν τραβάµε µεγάλο αριθµό καλαµιών µε νωπό ή και ζωντανό δόλωµα, διότι λόγω των σχετικά µεγάλων αποστάσεων τα µπλεξίµατα µεταξύ τους είναι πολύ εύκολα, αλλά και ο έλεγχος των δολωµάτων αρκετά δύσκολος.
Στη συρτή, µε σκληρά τεχνητά
Εδώ τα πράγµατα είναι απλούστερα. Όσοι από εµάς είχαµε στο παρελθόν σχετικές επιτυχίες, ορκιζόµαστε στις µεθόδους µας και κλείνουµε τα µάτια σε οτιδήποτε νέο παρουσιάζεται. Για να ξεκινήσουµε οι νεότεροι στο «άθληµα», ακολουθούµε τις οδηγίες του πωλητή που µας προµήθευσε τα τεχνητά τονίζοντας ότι θα «φορεθούν πολύ φέτος», αν και ο ίδιος µπορεί να µην έχει ψαρέψει ποτέ µε αυτόν τον τρόπο. Ο γενικός κανόνας σχετικά µε την ταχύτητα των τεχνητών, είναι ότι κολυµπούν καλύτερα αν τα σύρουµε µε ένα κόµβο για κάθε 2,5 εκατοστά µήκους τους. Η εξαίρεση είναι η διαφορετική προδιαγραφή του κατασκευαστή, η οποία δηλώνεται στο κουτί του τεχνητού. Έτσι, ένα τεχνητό, για παράδειγµα ένα 14αρι Yo-Zuri Magnum που «σφάζει» τα albacores, πρέπει να τραβιέται µε 14/2,5=5,6 κόµβους ταχύτητα. Ναι, αλλά αν θέλουµε να το τραβήξουµε σε συνδυασµό µε ένα Rapala Magnum 18 εκατοστών, του οποίου η βέλτιστη ταχύτητα πλεύσης είναι 7,2 κόµβους, τι γίνεται; Στην περίπτωση αυτή, προσαρµοζόµαστε και τραβάµε όλα τα τεχνητά, στην προτεινόµενη ταχύτητα για το µικρότερο. Γενικά, κάθε τεχνητό κολυµπά αρκετά πειστικά σε ένα φάσµα ταχυτήτων, µε άνω όριο το αποτέλεσµα του παραπάνω εµπειρικού κανόνα. Έτσι, το 14αρι Yo-Zuri κολυµπά εξ ίσου καλά στους 4 και στους 5,5 κόµβους. Μετά τους έξι όµως, αρχίζει να πηγαίνει ευθεία µέσα στο νερό, οπότε δε µιµείται πια το λαβωµένο θήραµα, ενώ σε ακόµη µεγαλύτερη ταχύτητα ξενερίζει. Συνήθως πάντως, προσπαθούµε να δηµιουργήσουµε συνθέσεις τεχνητών, µε παρόµοιες περιοχές (φάσµατα) ταχυτήτων πλεύσης. ∆ηλαδή τραβάµε τεχνητά του ίδιου περίπου µεγέθους ή και ένα ή δύο το πολύ µεγέθη µεγαλύτερα, αλλά µε τη δυνατότητα να κολυµπούν πειστικά στις ταχύτητες των υπολοίπων. Και πως τα βρίσκουµε όλα αυτά, είναι η επόµενη προφανής ερώτηση; Μα φυσικά τραβώντας κάθε νέο τεχνητό δίπλα στο σκάφος µας, και παρατηρώντας τη συµπεριφορά του στις αυξοµειώσεις της ταχύτητας. Και µε τις αποστάσεις τι γίνεται; Τα µεγάλα τεχνητά -δε θα κουραστούµε να το λέµε-, τα τραβάµε πιο κοντά στο σκάφος µας. Εκεί θα βρούµε τα µεγάλα ψάρια και όχι στα 100 µέτρα πίσω από αυτό. Τα µικρότερα τεχνητά, τα τραβάµε µακρύτερα. Αυτό που θα προτείναµε σαν ιδανική λύση για σκάφη µέχρι 7 µέτρα, είναι µια σύνθεση µε τέσσερα καλάµια. Ένα-δυο µεγάλα τεχνητά (18-22 εκατοστά) στα 20-25 µέτρα και δυο µικρά (14αράκια) στα 40-45 µέτρα, που τραβιούνται στους 5,5 κόµβους, είναι ότι πρέπει. Τόσο για τα albacores, όσο και για τα µεγαλύτερα «θηράµατα ευκαιρίας». ∆οκιµάστε το και το ξανασυζητάµε…
Και, τέλος, στη συρτή, µε µαλακά τεχνητά
Τα µαλακά τεχνητά, γνωστά και ως «σιλικονούχα», είναι εφευρέσεις των τελευταίων ετών και µπορούν επάξια να αντικαταστήσουν τα νωπά δολώµατα, αλλά και µέρος των σκληρών τεχνητών, σε κατάλληλες συνθέσεις για την αναζήτηση µεγάλων πελαγικών θηραµάτων. Συνήθως, τα τραβούµε όπως και τα νωπά, δηλαδή σχετικά µακριά, χρησιµοποιώντας βαρίδι στο ενδιάµεσο, αλλά µε –µεγαλύτερες- ταχύτητες που µπορεί να φτάνουν και τους τρεις κόµβους. Πρέπει να προσέξουµε πολύ το ζήτηµα του ξενερίσµατος και να ελέγξουµε το φάσµα ταχύτητας των µαλακών δολωµάτων, ώστε να είµαστε βέβαιοι ότι κολυµπούν πειστικά όταν τα τραβάµε µακριά, και συνεπώς δεν είναι εύκολα ορατά από το σκάφος µας. Τα αποτελέσµατα µε τα δολώµατα αυτά είναι εξαιρετικά, κυρίως αν κολυµπούν σε βάθος 2-3 µέτρων και αν η θάλασσα έχει λίγο κυµατισµό. Ας πειραµατιστούµε µε όλα τα παραπάνω, λοιπόν. Είναι βέβαιο ότι η προσθήκη και άλλου είδους τεχνητών, εκτός όσων είχαµε συνηθίσει µέχρι σήµερα να έχουµε στο οπλοστάσιο µας, θα σηµαίνει και την προσθήκη περισσοτέρων θηραµάτων στα ψυγεία µας. Σε επόµενο τεύχος του περιοδικού, θα ολοκληρώσουµε τις αναφορές µας στις ταχύτητες και τις αποστάσεις των δολωµάτων από το σκάφος µας, για τις υπόλοιπες συρτές. Μέχρι τότε, καλές εξόδους να έχουµε, όλοι µας.