Όταν κάνουµε συρτή ανοιχτής θαλάσσης, υπάρχουν αρκετές παρεξηγήσεις σχετικά µε τη θέση που πρέπει να έχουν τα καλάµια µας στη βάρκα, καθώς επίσης και µε τις αποστάσεις και τον τύπο των τεχνητών µας.
Έτσι βλέπουµε καλάµια σε βάρκες φίλων να είναι τοποθετηµένα σε κάθετες καλαµοθήκες, και άλλα να ψαρεύουν -σε καλαµοθήκες- µε µεγάλες γωνίες σε σχέση µε την επιφάνεια της θάλασσας. Βλέπουµε επίσης άσχετα τεχνητά, που «τραβιούνται» 100 µέτρα πίσω από το σκάφος. Όλα αυτά είναι λάθος και απλώς δίνουν λιγότερα ψάρια.
Τοποθέτηση καλαµιών
Η σωστή θέση ενός καλαµιού σε σχέση µε την επιφάνεια της θάλασσας, είναι η οριζόντια. ∆ηλαδή – ναι καλά το καταλάβατε-, πρέπει να διατηρούµε το καλάµι µας τελείως παράλληλο µε την επιφάνεια της, αν είναι δυνατόν. Με τον τρόπο αυτό, επηρεάζουµε πολύ λίγο τα χαρακτηριστικά πλεύσης του τεχνητού που βρίσκεται αναρτηµένο στην άλλη άκρη του νήµατος. Επίσης, έχουµε τη δυνατότητα να το σύρουµε πολύ κοντά στο σκάφος µας, ώστε να επωφεληθούµε από την κίνησή του µέσα στα απόνερά µας, τα οποία αποδεδειγµένα προσελκύουν θηράµατα ανοιχτής θαλάσσης.
Επειδή φυσικά αυτό δε µπορούµε να το πετύχουµε µε όλα τα καλάµια που τραβάµε ταυτόχρονα, οι γωνίες των υπολοίπων πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο µικρές (πάντα σε σχέση µε την επιφάνεια της θάλασσας). Συνεπώς όσα καλάµια µας δεν είναι παράλληλα µε τη θάλασσα, πρέπει να σχηµατίζουν µε αυτήν γωνίες στο εύρος από 5 µέχρι και 30 µοίρες. Αν σε κάποια καλαµοθήκη µας η γωνία καλαµιού-θάλασσας είναι µεγαλύτερη, µπορούµε να τη διορθώσουµε µε τη χρήση ενός απελευθερωτή, αναρτηµένο σε κάποιο χαµηλό σηµείο του σκάφους µας.
Στον απελευθερωτή θα βάλουµε το νήµα του καλαµιού µας, έτσι ώστε η συνέχειά του να βρίσκεται χαµηλά και σχεδόν παράλληλα µε το νερό. Φυσικά, όταν πάρουµε το χτύπηµα του ψαριού, το νήµα θα απελευθερωθεί από το τσιµπιδάκι, τα φρένα και το κλίκερ του µηχανισµού θα λειτουργήσουν και θα «ειδοποιηθούµε» να παλέψουµε το ψάρι κανονικά.
Σύνθεση
Μετά τα παραπάνω, ας δούµε µια σύνθεση τεσσάρων καλαµιών, ιδανικό αριθµό για χρήση σε µια τυπική βάρκα συρτής µε µήκος µέχρι 6,5 µέτρα, χωρίς outriggers. Αν έχουµε outriggers πάντως, µπορούµε να τραβήξουµε ακόµη περισσότερα τεχνητά.
Η ευκολότερη, απλούστερη και καλύτερη προσέγγιση, είναι η νοητή διαίρεση της βάρκας µας σε δύο τµήµατα, το αριστερό και το δεξί όπως κοιτάµε τη µηχανή της, και η τοποθέτηση δύο καλαµιών συρτής σε κάθε τµήµα. Το πρώτο καλάµι κάθε τµήµατος θα ψαρεύει τοποθετηµένο στο πλάι κοιτώντας το πέλαγος, παράλληλα µε την επιφάνεια της θάλασσας, και το δεύτερο θα βλέπει προς τα πίσω, σε µικρή πάντα γωνία σε σχέση µε την επιφάνειά της.
Αυτή είναι η σωστότερη τοποθέτηση σε µια σύνθεση τεσσάρων καλαµιών συρτής. Αν το πλάτος της βάρκας µας είναι αρκετά µεγάλο, µπορούµε να βάλουµε ένα πέµπτο καλάµι στο κέντρο του σκάφους. Το τεχνητό που θα τραβά το καλάµι αυτό ιδανικά, πρέπει να είναι ένας µεγάλος λουράς και να βρίσκεται αρκετά µακριά από το σκάφος µας, ίσως και 50 µέτρα.
Επειδή στο µεγάλο λουρά θα πάει το πραγµατικά µεγάλο πελαγίσιο ψάρι, πρέπει να είµαστε προσεκτικοί, να έχουµε βάλει αρκετά φρένα στο µηχανισµό και να στηρίζουµε το καλάµι µας σωστά. Αν δε θέλουµε να ξενερίζει ο λουράς όταν έχει θάλασσα, προσθέτουµε ένα «κρεµαστό» µολύβι µέχρι 200 γραµµάρια, σε απόσταση τριών µέτρων από αυτόν.
Τεχνητά
Ας έρθουµε τώρα στα «σκληρά» τεχνητά µας. Τα σκληρά τεχνητά της συρτής χωρίζονται σε δύο µεγάλες κατηγορίες, ανάλογα µε το µέγεθος της γλώσσας τους: αυτά που «κολυµπούν» σε µικρά βάθη από 0,5 µέχρι 3 µέτρα, και στους «βουτηχτές» που µπορούν να κατέβουν µέχρι και τα 10 µέτρα βάθος.
Συνήθως, τα τεχνητά µε πλεύσεις κοντινές στην επιφάνεια έχουν µικρότερο µέγεθος από τους «βουτηχτές». Στη σύνθεση των τεσσάρων που αναφέραµε παραπάνω, θα χρησιµοποιήσουµε δύο τεχνητά 12-15 εκατοστών µε σχετικά «ρηχή» πλεύση, και δύο «βουτηχτές» µε µέγεθος από 16 µέχρι και 26 εκατοστά, ανάλογα πάντα µε τα ψάρια-στόχο. Τα «µικρά» τεχνητά µας θα τα τραβήξουµε µακρύτερα, και τα µεγάλα, τους «βουτηχτές», πλησιέστερα στο σκάφος µας.
Το αντίθετο θα δηµιουργήσει πρόβληµα στις στροφές του σκάφους, µε πιθανά µπλεξίµατα των νηµάτων, πρόβληµα στην πλευστότητα των τεχνητών, αλλά και µικρότερη αποτελεσµατικότητα της σύνθεσής µας. Συνήθως τα τονοειδή επιτίθενται στα µικρά τεχνητά από πίσω και τείνουν να τα βάλουν ολόκληρα στο στόµα τους, ενώ στα µεγαλύτερα µπορεί να επιτεθούν και από το πλάι. Είναι συνεπώς σηµαντική η σωστή τοποθέτηση τους, σε µια συγκεκριµένη σύνθεση για συρτή ανοιχτής θαλάσσης.
Κατασκευή σύνθεσης
Ας δούµε και πως «χτίζουµε» τη σύνθεσή µας. Πρώτα ρίχνουµε στη θάλασσα τα τεχνητά των καλαµιών που ψαρεύουν παράλληλα, αριστερά και δεξιά, τα οποία θα κινούνται σε µεγαλύτερες αποστάσεις από τη βάρκα µας. Έτσι, θα αποφύγουµε το µπέρδεµα του νήµατος ή της πετονιάς τους µε αυτά των υπολοίπων καλαµιών. Αυτά πρέπει να είναι τεχνητά µε πλεύση κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας. Η τυπική απόσταση των τεχνητών αυτών από το σκάφος µας, πρέπει να είναι 30 έως 40 το πολύ µέτρα.
Με τον τρόπο αυτό θα ψαρεύουν παράλληλα µε τη γραµµή των αφρών από τη µηχανή µας. Αν χρησιµοποιούµε πέµπτο καλάµι, τώρα είναι η κατάλληλη στιγµή για να ρίξουµε το λουρά που είναι δεµένος σε αυτό. Τελευταία ρίχνουµε τα άλλα δύο τεχνητά, τους «βουτηχτές», αναρτηµένους στα καλάµια που κοιτούν πίσω και έχουν γωνία από 5 µέχρι 30 µοίρες. Αυτά τα τραβάµε σε απόσταση από 15 µέχρι και 25 µέτρα από το σκάφος µας.
Έτσι θα ψαρεύουν µέσα στους αφρούς της µηχανής µας, ή ακριβώς κάτω από αυτούς. Υπογραµµίζουµε ότι στη σύνθεση αυτή, αλλά και σε όλες τις συνθέσεις για συρτή ανοιχτής θαλάσσης, το σκάφος µας λειτουργεί ως «µαγνήτης» και προσελκύει τα ψάρια προς το µέρος του, µε την κίνησή του και τους αφρούς που παράγονται από το ίδιο και τη µηχανή του. Η άποψη ότι ο θόρυβος της µηχανής και η κίνηση του σκάφους µας διώχνει τα ψάρια, είναι τελείως λάθος.
Σηµειώνουµε ότι αν θέλουµε στη σύνθεσή µας να περιλάβουµε και «λούρες», τις τραβούµε πάντα στα πλαϊνά καλάµια, τα οποία ψαρεύουν µακρύτερα από το σκάφος µας. Φυσικά, αν έχουµε πέµπτο, κεντρικό καλάµι, εκεί είναι το καλύτερο σηµείο για τη µεγάλη µας λούρα, που όπως ήδη προείπαµε θα φέρει το µεγάλο θήραµα.
Και ένας γενικός κανόνας για τα ψάρια της συρτής ανοιχτής θαλάσσης: οι µεγάλοι κυνηγοί, οι ξιφίες και οι µακρύπτεροι τόνοι «αγαπούν» τα τεχνητά µε κίνηση σχετικά κοντά στην επιφάνεια, δηλαδή σε βάθος µέχρι το πολύ 3 µέτρα. Τα λοιπά είδη τόνων, προτιµούν τα µεγάλα τεχνητά µε πλατιές γλώσσες, που κινούνται βαθύτερα.
Αν η θάλασσα είναι σχετικά φουρτουνιασµένη, τόσο οι µακρύπτεροι, όσο και τα υπόλοιπα είδη τόνων, πρέπει να αναζητηθούν βαθύτερα, κάτω από την ταραγµένη επιφάνεια και συνεπώς χρειάζεται να τροποποιήσουµε τη σύνθεσή µας ανάλογα. Στην περίπτωση αυτή βάζουµε περισσότερους «βουτηχτές», και µειώνουµε τα τεχνητά «επιφανείας».
Ταχύτητα
Τα ψάρια της συρτής ανοιχτής θαλάσσης, είναι δεινοί και ταχείς κολυµβητές. Συνεπώς και οι ταχύτητες µας πρέπει να είναι γρήγορες δηλαδή στο εύρος των 5,5 έως 8 κόµβων, ανάλογα και µε τη δυνατότητα πλεύσης των τεχνητών µας µε µικρή γλώσσα, που τείνουν να ξενερίζουν αν τα τραβάµε πολύ γρήγορα. Μεγαλύτερες ταχύτητες πάντως σηµαίνουν και κάλυψη µεγαλύτερων περιοχών, άρα και περισσότερες πιθανότητες να βρούµε και να συλλάβουµε τα θηράµατά µας.
Η εποχή της συρτής ανοιχτής θαλάσσης πλησιάζει, ας οργανώσουµε λοιπόν τον εξοπλισµό µας. Τα θηράµατα, σε λίγες εβδοµάδες θα µας περιµένουν στο ανοιχτό πέλαγος!