ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ: Ψάρεµα στον κάβο της κυρα-Μαριγώς
Θαρρώ πως μέσιαζε ο Νοέμβρης. Μήνας κρύος από την αρχή του, σε συνέχεια ενός συννεφιασμένου γεμάτου υγρασία και παγωμένου Οκτώβρη. Εκείνες τις μέρες το αγροτικό έκανε πρόβλεψη για καλοκαιρία. Λίγα μποφόρ, άνεμοι από νότιες διευθύνσεις, άρα ιδανικές συνθήκες για ένα φθινοπωρινό παραγάδι στη βόρεια μεριά του νησιού. Μια μεριά που ακόμη και σήμερα κρατά πολύ καλά ψάρια και ανταμείβει όποιον αποφασίσει να ταξιδέψει στους κόλπους της.
Οι τόποι πολλοί και διαφορετικοί. Αλλού είναι οι σαργοί, τα σκαθάρια και οι παντελήδες, αλλού τα κόκκινα µε τα λυθρίνια και τα φαγκριά να έχουν την τιµητική τους και αλλού τα µεγάλα, συναγρίδες, σφυρίδες, στήρες και ροφοί.
Μέσα σ’ όλους αυτούς τους τόπους όµως, υπάρχει ένα µέρος που ελάχιστοι εως σήµερα ψαράδες έχουν καταφέρει να τον ψαρέψουν. Μετρηµένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι κι όλοι τους πια γερόντοι ανήµποροι πια να φτάσουν εκεί. Ο κάβος της Κυρά – Μαριγώς! Μια τοποθεσία θρύλος για τον καφενέ του λιµανιού, που τον συνοδεύουν αµέτρητες ιστορίες για πράγµατα αλλόκοτα που έχουν συµβεί.
Το όνοµά του το πήρε από την Κυρά – Μαριγώ, µια γυναίκα αρχόντισσα, που έζησε στα πρώτα χρόνια του προηγούµενου αιώνα και αψήφησε το νόµο της οικογένειάς της, χαράσσοντας τη δική της πορεία στο διάβα του χρόνου. Για τη Μαριγώ τότε, ήταν τα χρόνια της νιότης και όπως ήταν φυσικό ο έρωτας της χτύπησε την πόρτα. Ο εκλεκτός της καρδιάς της ήταν ο ∆ηµητρός! Ένα όµορφο και γεροδεµένο παλικάρι από το διπλανό χωριό, που δυστυχώς για εκείνη είχε ένα µειονέκτηµα. Ήταν ψαράς! Οι γονείς της, βλέπετε, είχαν άλλα όνειρα για τη µονάκριβη κόρη τους. Ήθελαν να της µάθουν γράµµατα, να τη σπουδάσουν και να γίνει γραµµατιζούµενη όπως κι εκείνοι. Φλόγα και επιθυµία τους ήταν να γίνει γιατρός όπως ο πατέρας της και να γυρίσει µια µέρα στο χωριό να αναλάβει το γιατρείο του και γιατί όχι και την προεδρεία του χωριού!
Η µοίρα όµως είχε άλλα σχέδια. ∆υο µέρες πριν τη στείλουν στην πρωτεύουσα, κλέφτηκε µε τον ∆ηµητρό κι εξαφανίστηκε. Λες και τους κατάπιε η γης. Κανείς ποτέ δεν τους ξανάδε, αν και κάποιοι είπαν ότι τους είδαν στο βουνό, ενώ κάποιοι άλλοι είπαν ότι κρύφτηκαν στο αµπάρι ενός ψαροκάικου και τραβήξανε για άλλη πατρίδα. Την αλήθεια δεν την ήξερε κανείς, εκτός από έναν. Ένα γέροντα του λιµανιού, µέθυσο, µακαρίτη πια. Πάντα καθότανε στη γωνιά του καφενέ και έπινε στο νεροπότηρο το κρασί του χωρίς να µιλά σε κανέναν. ∆εν τους έκανε κέφι, γιατί τον έλεγαν «παραµυθά». Κι όµως ο συγχωρεµένος ο µπάρµπα – Κώστας, ποτέ δεν µίλαγε αν δεν ήξερε κάτι. Ψέµατα δεν έλεγε κι ας µην τον πίστευε κανείς.
Τούτος ο άνθρωπος λοιπόν, ήταν ο µόνος που τους είχε δει την εποχή που ήταν σχολιαρόπαιδο και πήγαινε µε τον παππού του να φροντίσουν τα ζά στο πίσω µέρος του νησιού. Τους είχε δει µια φορά όταν ξεστράτισε από τον παππού του για να πιάσει µια πέτρα που του γυάλισε.
– «Είχαν πάει βόρεια παιδί µου, εκεί που η αλµύρα της θάλασσας κι ο γρέγος δεν αφήνουνε τίποτα στο διάβα τους. Μόνο άγονη γη, γεµάτη πέτρες και βράχια.» µου είχε πει µια φορά. Και συνέχισε λέγοντας:
– « Εκεί λοιπόν, σ’ αυτή την αγριάδα, πάνω στα γκρέµια της φύσης, δίχως νερό και τροφή, µε µόνο εφόδιο την αγάπη τους και µπούσουλα την καρδιά τους, έχτισαν το φτωχικό τους και έκαµαν τη φαµίλια τους. Τίποτα δεν θα µπορούσε να σταµατήσει αυτά τα παιδιά, γιατί τα νιάτα τους και η θέληση για το όνειρο τους ήταν απέραντη!»
Τα πρώτα χρόνια της κοινής ζωής τους ήσαν πολύ δύσκολα. Έπρεπε να φτιάξουν µια στέγη και να αγωνιστούν για την επιβίωση. Βρήκαν µια φυσική σπηλιά και µέσα της έχτισαν το «παλατάκι» τους, έτσι ώστε να µη µπορεί ανθρώπινο µάτι να το δει. Ο ∆ηµητρός που γνώριζε πολύ καλά την τέχνη του ψαρέµατος είχε αναλάβει το φαγητό. Το κοφινέλο του καθηµερινά ήταν γεµάτο καλούδια. Πότε χταπόδια και καλαµάρια, πότε µελανούρια και κεφάλους και πότε σαργούς και σκαθάρια! Κι η Μαριγώ όµως δεν πήγαινε πίσω. Μια νύχτα πριν κλεφτεί µε τον ∆ηµητρό κατέβηκε κρυφά στο κελάρι του γέρου της και έκρυψε στον κόρφο της κάθε λογής σπόρους. Σιτάρι, καλαµπόκι και ζαρζαβατικά για το καλοκαίρι. Κι ό, τι φύτευε το χέρι της, θέριευε!
Κάπως έτσι κυλούσε ο καιρός, µέχρι που ο Β’ Παγκόσµιος πόλεµος έκανε την εµφάνισή του. Φτώχια, κακουχίες, πόνος και θλίψη παντού. Η λαίλαπα του πολέµου σάρωσε τα πάντα. Ωστόσο η φαµίλια του ∆ηµητρού ήταν αµέτοχη σε όλο αυτό του παραλήρηµα. Κανείς δεν µπόρεσε να τους βρει εκεί που είχαν κρυφτεί. Ένα χειµωνιάτικο βράδυ όµως ξύπνησαν έντροµοι. Η µάνα πήρε τα παιδιά στην αγκαλιά της και κίνησαν για την πόρτα του σπιτιού. Απ’ έξω ακουγόντουσαν πυροβολισµοί, εκρήξεις και ανθρώπινες φωνές να εκλιπαρούν για βοήθεια. Άνοιξαν την πόρτα και αντίκρισαν ένα θέαµα φρικτό. Ένα µίλι από τη στεριά γινότανε ναυµαχία. Η εικόνα πέρα από κάθε φαντασία. Η θάλασσα να φλέγεται, πλοία βυθίζονταν και εκείνοι αποσβολωµένοι να κοιτούν το θάνατο κατάµατα. Σφίχτηκαν οι καρδιές τους, αγκαλιαστήκαν και τότε… φωτιά. Ένα βλήµα ξέφυγε από κάποιο αντιτορπιλικό και σµπαράλιασε κάθε κοµµάτι γης. Κι όλα έγιναν στάχτη, καπνός, σκόνη αστρική, που µε µιας ανηφόρησε στον ουρανό κι έγινε φύλακας άγγελος αυτού του τόπου, που τόσο αγαπήθηκε από αυτά τα παιδιά και παραµένει αγνός ακόµη και σήµερα.
Η ώρα πλησίαζε πέντε κι ο άχαρος ήχος του ξυπνητηριού τάραξε την πυκνή νυχτιά. Πριν καλά καλά ανοίξω τα µάτια µου, έγειρα τα παραθυρόφυλλα της κρεβατοκάµαρας και κοίταξα τον καιρό. Ένα απαλό αεράκι διαπέρασε τις αισθήσεις µου και µε µια βαθιά εισπνοή όλες οι µυρουδιές της υπαίθρου µε ξύπνησαν για τα καλά. Γύρισα το βλέµµα µου προς την κορυφή του βουνού. ‘Ήταν πεντακάθαρο. Γρήγορα φόρτωσα όλα τα σύνεργα στο αυτοκίνητο και σε λιγότερο από µισή ώρα αφήναµε µε την παρέα τον παλιό πέτρινο φάρο του λιµανιού. Το µικρό τρεχαντήρι γλιστρούσε µε χάρη πάνω στην ήρεµη θάλασσα, αφήνοντας τα γέλια µας και τα απόνερα να ξεφουσκώνουν στο πέρασµά του. Η πορεία µας; Γνωστή, χωρίς να έχουµε συνεννοηθεί από πριν. Το θέλαµε και το περιµέναµε αυτό το ταξίδι χρόνια. Ήταν µονόδροµος, και ο καθένας από µας ξεχωριστά ήξερε ότι τα στοιχεία της φύσης αυτή τη φορά θα µας αποκάλυπταν το καλά κρυµµένο µυστικό τους. Και πράγµατι µετά από ένα υπέροχο ταξίδι πέντε ωρών, η περιοχή µε το τοπωνύµιο
«Ο Κάβος της Κυρά – Μαριγώς» ανοίχτηκε µπροστά µας. Ένας ψαρότοπος που για την πλειοψηφία των ψαράδων είναι άχρηστος και χωρίς µεροκάµατο, συνδεδεµένος µόνο µε άσχηµα γεγονότα. Μέρος καταραµένο για τους πολλούς, µα για µας ήταν όνειρο ζωής. Η γύρω φύση µοναδική. Η οµορφιά των βουνών µε το επιβλητικό ανάγλυφο, η ελαφριά καταχνιά και η πυκνή υγρασία δηµιουργούσαν µια πρωτόγνωρη αίσθηση. Ένα µίγµα φόβου, αγωνίας και περιέργειας!
– «Κάπου εδώ πρέπει να είναι…» φώναξε ο Γιώργης και συνέχισε «Βάλε πλώρη για τα ρηχά µπας και δούµε τα σηµάδια.» Αµέσως έκανα κράτει τη µηχανή και αφήσαµε το γέρικο τρεχαντήρι να λικνίζεται απαλά στο νερό, πλησιάζοντας την ακτή. Και τότε άρχισαν να αντηχούν οι κουβέντες του µακαρίτη µπάρµπα – Κώστα στ’ αυτιά µου.
«Άκου µικρέ! Σαν φτάσεις εκεί πάνω, να κάνεις για κοντά, για τη στεριά. Ψάξε να βρεις τον άσπρο βράχο που ξενερίζει. Τίποτα δεν φυτρώνει πάνω του, θα τον καταλάβεις. ∆υο οργιές παρακάτω υπάρχει ένα κοµµάτι από το βλήµα, σφηνωµένο στους βράχους. Αλλά πρόσεξε καλά! Αν η θάλασσα δεν είναι γαληνεµένη κι έχει έστω και λίγο αφρουδιά, ξέχασέ το! Ευθύς µπροστά σου υπάρχει ένα κυπαρίσσι µε δυο φτέρες στη ρίζα του. Πρέπει αυτές να είναι σαν αγκαλιά. Και κάτι ακόµη. Πάνω στο βουνό είναι η εκκλησιά της Παναγιάς. Μόλις ο σταυρός αρχίζει και αλλάζει χρώµατα από λευκό σε γκρι, είσαι στο πρώτο καλαδούρι. Μη ψάξεις για βάθος στο βυθόµετρο. Απλά ρίξε το λιανό κι όσο σου πάρει. Μόλις πατώσει, τράβηξε για τον ήλιο. Θα σε οδηγήσει αυτός και δυο γλαροπούλια που θα φανούν ξαφνικά από το πέλαγος. Χωρίς αυτά δεν πας πουθενά. Μάζεψέ τα και δρόµο! Όσοι προσπάθησαν να ψαρέψουν εκεί και δεν τα είχαν όλα όπως πρέπει ούτε τα καλαδούρια δεν πήραν πάνω!»
Κι έτσι έγινε. Προσπαθήσαµε κοντά µια ώρα να ταιριάξουµε όλα τα σηµάδια του µπάρµπα – Κώστα. Λίγο µας ξέσερνε στα βαθιά, λίγο χανόταν ο σταυρός της εκκλησιάς, αλλά τελικά τα καταφέραµε. Μόνο ένα σηµάδι µας έλειπε. Τα γλαροπούλια! Και περιµέναµε. Ίσως να φαινόταν αστείο να περιµένουµε να φανούν, αλλά κανείς µας δεν ήθελε να καλάρουµε. Στεκόµασταν αµίλητοι στην κουβέρτα κάνοντας ελαφριές κινήσεις να µη χάσουµε τα άλλα σηµάδια. Η ώρα κυλούσε µα φτερό ούτε για σηµάδι.
– Κοιτάξτε! Φώναξε ο Μήτσος, δείχνοντας το άλµπουρο του καϊκιού. ∆υο κατάλευκα γλαρόνια είχαν σταθεί στον σταυρό του καϊκιού, γνεύοντας µας να ξεκινήσουµε.
Το καλάρισµα ξεκίνησε. Χοντρό παραγάδι, εννιάρι, δολωµένο µε φρέσκια φρίσσα από το γρι – γρι του Στεφανή. Γυρίσαµε την πλώρη του σκάφους στο πέλαγος κι ο ήλιος µας έδειχνε το δρόµο. Μονοπάτι κανονικό που όµοιό του τόσα χρόνια στη θάλασσα δεν έχω µαταδεί.
– «Μηχανή στο ρελαντί!» δόθηκε το πρόσταγµα και αµέσως το λιανόσχοινο, κινήθηκε βίαια προς τον βυθό, παρασυρόµενο από την βαριά πέτρα που ήταν δεµένο. Λίγα δεύτερα αργότερα και αφού το πρώτο καλαδούρι είχε πάρει τη θέση του, ήταν η σειρά της µεσινέζας. Αργά αργά άρχισε να ξεπηδά από την κόφα και να απλώνεται στο νερό, κατηφορίζοντας απαλά προς το άγνωστο. Κάθε αγκίστρι που έφτανε στο χέρι δολωνόταν µε φρίσσα λαχταριστή, από την ουρά και δίχως να της κόψουµε το κεφάλι, την πετάγαµε στο νερό βλέποντάς την να βυθίζεται αργά αφήνοντας µικρές κηλίδες λαδιού την επιφάνεια.
Σε λίγα λεπτά και το ογδοηκοστό αγκίστρι είχε φτάσει στο βυθό, ενώ το τελευταίο καλαδούρι έπλεε κοντά στην πρύµνη του τρεχαντηριού. Οργανώσαµε λίγο το πράγµατα, καθαρίσαµε την κουβέρτα από τα αίµατα των δολωµάτων, κόφες και τελάρα πήραν τη θέση τους και µείναµε να περιµένουµε να έρθει η ώρα. Σβήσαµε τη µηχανή. Όλα γύρω µας γαλήνια. Η θάλασσα, η στεριά, ακόµη και τα γλαρόνια! Στη θέση τους! Τίποτα δεν τα έσκιαζε. Ούτε οι φωνές µας, ούτε τα ποδοβολητά στην ξύλινη κουβέρτα, ούτε κι ο βαρύς ήχος της πετρελαιοµηχανής! Ο ∆ηµητρός κι η Μαριγώ, σκέφτηκα και χαµογέλασα ενώ η παρέα είχε στρώσει ήδη τον µεζέ. Ψωµοτύρι, λίγες τοµάτες και ό, τι άλλο είχε ο καθένας…
Κάπως έτσι, κύλησε η ώρα, µε πειράγµατα κι ιστορίες από παλιά µας ψαρέµατα. Θυµηθήκαµε καλές και κακές στιγµές στη θάλασσα αλλά κανείς δεν τόλµησε να κάνει προβλέψεις για το τι θα επακολουθούσε. Θαρρείς πως βρισκόµασταν κάπου αλλού, στον καφενέ ίσως, αλλά σίγουρα όχι στην αναµονή.
– «Άντε παιδιά, µαζευτείτε, η ώρα έφτασε. Ο µπάρµπα – Κώστας λέει όχι πάνω από µιάµιση ώρα το παραγάδι στο νερό…» είπε ο Γιώργης επιτακτικά.
Κι έτσι έγινε. Κινήσαµε για το πρώτο καλαδούρι. Το στοµάχι όλων µας σφιγµένο από την αγωνία αφού η ώρα της αλήθειας είχε φτάσει. Ο καθένας πήρε τη θέση του στο τρεχαντήρι και ο γάντζος έφερε πάνω τον πλαστικό τενεκέ.
– «Ωχ! Έχει σκαλώσει η πέτρα. Όλο αριστερά το πηδάλιο µπας και το ξεκολλήσουµε!» ήταν τα πρώτα λόγια του Γιώργη που είναι µαέστρος στο λεβάρισµα.
Με µιας, κοµπλάρισα τη µηχανή και αρχίσαµε να κινούµαστε δεξιά κάνοντας ένα µεγάλο κύκλο πάνω από το σκάλωµα. Μια δυο γερές τραβηξιές και η πέτρα λασκάρισε!
Ο Γιώργης γρήγορα πήρε τα µπόσικα κι άξαφνα άρχισε να του φεύγει το λιανό από τα χέρια.
– «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα µε την απορία ζωγραφισµένη στο πρόσωπό µου. – «Κεφάλι! Πρέπει να είναι στα πρώτα αγκίστρια και µάλιστα πολύ µεγάλο. Το νου σου.»
Κάναµε πρόσω αργά. Τρεις οργιές λεβάραµε, µια αφήναµε. Κι ήµασταν ακόµη στον σπάγκο του καλαδουριού.
– «Κάνε κράτει και ετοίµασε το γάντζο. Τα ψάρι είναι κοντά».
Γρήγορα γρήγορα βγήκα στην κουβέρτα, έπιασα το γάντζο και έσκυψα στο νερό να δω. Μόνο η πέτρα φαινόταν. ∆υο τραβηξιές ακόµη και φτάσαµε στη µάνα του παραγαδιού. Χοντρή εκατονεικοσάρα σε γέµιζε σιγουριά και πίστη για το εργαλείο. Έλυσα τον σπάγκο από τη θηλιά, απελευθέρωσα την πέτρα κι ο Γιώργης έµεινε πια µόνος του µε το ψάρι. Λίγο του άφηνε µπόσικα, λίγο του έπαιρνε. Το είχε κουράσει πολύ τα τελευταία λεπτά και τα κεφάλια του ολοένα και πιο αδύναµα. Στα δεξιά του σκάφους ξαφνικά µια γυαλάδα µας άφησε άναυδους! Καµπούριασα λίγο ακόµη για να έχω καλύτερο οπτικό πεδίο και µε το γάντζο σφιχτά στο χέρι περίµενα το ψάρι.
– «Συναγρίδα! Πελώρια! Κάνε κουµάντο να σιγουρέψουµε το ψάρι…» ήταν τα λόγια του Μήτσου αυτή τη φορά. Μια γρήγορη κίνηση πρόσω και ξανά κράτει. Το ψάρι πια είχε παραδοθεί και ερχόταν προς το µέρος µας. ∆υο οργιές λεβάρισµα και το κοφτερό αγκίστρι του γάντζου κάρφωσε τη συναγρίδα από τα βράγχια. Καργάρισα δυνατά και σε συνεργασία µε τον Μήτσο φέραµε αυτό το θεριό στο τρεχαντήρι. Συναγρίδα τεράστια, πάνω από δέκα κιλά, µε το υπέροχο κοκκινωπό χρώµα της να αντανακλά και να παιχνιδίζει µε τις λιγοστές ακτίνες του ήλιου που µε τα βίας ξεπρόβαλλαν µέσα από τον συννεφιασµένο ουρανό. Ένα πανέµορφο πλάσµα της φύσης, δυνατό, αγέρωχο πραγµατική βασίλισσα!
∆έκα αγκίστρια πιο κάτω ακολούθησαν τρία σκαθάρια στη σειρά. Μαύρα και παχιά µε σώµα στρογγυλό και µια ταινία γαλαζοπράσινη να λάµπει ανάµεσα στα µάτια τους. Πανέµορφα ψάρια!
– «Πάρτε θέσεις παιδιά…» πρόσταξε πάλι ο Γιώργης.
– «Γερός χτύπος, βαρύς ακούγεται από µακριά…» και πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα του, κάνει ένα απότοµο κεφάλι το ψάρι. Θα πήρε µαζί του σίγουρα τρία µε τέσσερα αγκίστρια. Ευτυχώς η εµπειρία του Γιώργη µέτρησε καταλυτικά, αφού µε το που άκουσε το ψάρι αµέσως άρχισε να µαζεύει δίχως να ρίχνει τα αγκίστρια στην κόφα. Μόνο τη µάνα!
– «Πηδάλιο αριστερά και κράτει, να δούµε που θα µας πάει…»
– «Πρόσω αργά και πορεία για βαθιά. Τούτο το ψάρι είναι πολύ δύσκολο. Πρέπει να είναι τέρας…»
Η νάιλον µια τεζάριζε µια ήταν λάσκα. Το ψάρι όµως δεν ερχόταν. Μια οργιά πάνω εµείς δυο αυτό κάτω. ∆ύσκολη µάχη, σκέφτηκα.
-«Κράτει και πηδάλιο δεξιά. Κοιτάξτε τη πετονιά!» φώναξε ο Γιώργης και άξαφνα άρχισε να γλιστρά από τα χέρια του, ανήµπορος να τη κρατήσει.
– «Γάντια ρε παιδιά! Θα µου κόψει τα χέρια… Γρήγορα…»
Ο Μήτσος πετάχτηκε σαν ελατήριο στο αµπάρι και έπιασε τα γάντια. Τύλιξα τη µάνα δυο φορές στην παλάµη µου και περίµενα να φορέσει τα γάντια ο Γιώργης. Έκανα ελαφρώς πρόσω και ένιωθα τη δύναµη του ψαριού να σπρώχνει ολόκληρο το τρεχαντήρι! Παναγιά µου!
Έσκυψα στο νερό µπας και δω τίποτα. Το ψάρι ήταν πολύ µακριά ακόµη.
– «Ανάθεµα την τύχη µας. Το ψάρι βράχωσε και σκαλώσαµε…»
Χωρίς δεύτερη σκέψη, πηδάλιο όλο αριστερά και πρόσω ένα τέταρτο. Το τρεχαντήρι υπάκουο όπως ήταν άρχισε να γυρίζει δεξιά. Έκανε µεγάλο τόξο όµως. Κράτει και ανάποδα ένα τέταρτο µε το τιµόνι όλο δεξιά. Η πετρελαιοµηχανή άρχισε να µουγκρίζει ενώ πυκνός καπνός έβγαινε από την εξάτµιση. Μόλις ακινητοποιήθηκε το σκάφος, ξανά η ίδια διαδικασία. Πρόσω ένα τέταρτο µε πηδάλιο όλο αριστερά και πάλι ανάποδα ένα τέταρτο µε το τιµόνι όλο δεξιά. Έτσι καταφέραµε να κάνουµε µια πλήρη περιστροφή µε κέντρο το σκάλωµα και να καταφέρουµε να καργάρουµε απ’ όλες τις κατευθύνσεις µέχρι που λασκάραµε.
– «Πάνω είναι! Κι έχει κουραστεί. ∆εν κάνει πια τόσο έντονα κεφάλια…» και µου έγνεψε να πάρω το γάντζο στα χέρια µου.
– «Κάπου εδώ κοντά είναι. Και είναι πολύ βαρύ…» βλέποντας τον να φέρνει µε κόπο κι αγκοµαχώντας το παραγάδι. ∆εν κρατήθηκα και έσκυψα για µια ακόµη φορά το κεφάλι στη θάλασσα.
-«Αυτό που βλέπω δεν πρόκειται να το πιστέψετε!» είπα και µε µιας όλοι γύρισαν προς το νερό. Ένα βαθύ γαλάζιο και λαµπερό χρώµα σε µέγεθος που µε τη διάθλαση έµοιαζε όσο το τρεχαντήρι οργιά οργιά ανέβαινε στην επιφάνεια. Στο στόµα του φαινόταν η νηκτική κύστη. Το χρώµα του δε, µαρτυρούσε το είδος του. Πράσινο σκούρο προς χάλκινο καθώς και καφέ σκούρο. Κάθετα στο σώµα του υπήρχαν τέσσερις πέντε ραβδώσεις γκρι µε διάφορες αποχρώσεις του πράσινου, ενώ το χαρακτηριστικό βαθύ πράσινο χρώµα των µατιών του σε συνδυασµό µε το στρόγγυλο ουραίο πτερύγιο, δεν άφηνε κανένα περιθώριο για λάθος. Σφυρίδα!
– «Κάρφωσέ την µε το γάντζο. Γρήγορα µη µας φύγει το ψάρι…» και µε µιας την βούτηξα από τα βράγχια.
– «Μήτσο, βάλε ένα χεράκι γιατί το ψάρι είναι βαρύ. Μπορεί και πάνω από 15 κιλά!» και µε τη βοήθεια του Μήτσου το ψάρι ήρθε να κάνει παρέα στη βασίλισσα και τα σκαθάρια. Για λίγα λεπτά ξεχάσαµε το παραγάδι και µείναµε να το χαζεύουµε αµίλητοι. Πρώτη φορά στη ζωή µας είχαµε δει τέτοιο θεριό.
– «Έχει κι άλλα, παιδιά! ∆εν τελειώσαµε εδώ…» είπε ο Γιώργης καθώς ένιωθε τη µεσινέζα να τραντάζεται και πάλι. Αµέσως πήραµε θέσεις και δυο ακόµη φαγκρόπουλα του κιλού µπήκαν στη παρέα µας, ενώ µέχρι το τέλος ρίχναµε κρυφές µατιές στη σφυρίδα.
Μπροστά κι αριστερά στο µισό και λιγότερο του µιλίου φάνηκε το τελευταίο καλαδούρι.
Τα συναισθήµατα απερίγραπτα. ∆εν θέλαµε µε τίποτα να τελειώσει αυτό που ζούσαµε. Ήταν µοναδικό, ανεξήγητο, θεϊκό. Ήταν ένα δώρο για µας από το πνεύµα του ∆ηµητρού και της Μαριγώς που µας συνόδευαν σ’ όλο το ψάρεµα µέχρι που σηκώσαµε και το τελευταίο καλαδούρι. Και τότε φτερούγισαν για το πέλαγος.
– «Καλή αντάµωση…» ψέλλισα, χαζεύοντάς τα µέχρι που χάθηκαν στον ορίζοντα.