Θαρρώ πως μέσιαζε ο Νοέμβρης. Μήνας κρύος από την αρχή του, σε συνέχεια ενός συννεφιασμένου γεμάτου υγρασία και παγωμένου Οκτώβρη. Εκείνες τις μέρες το αγροτικό έκανε πρόβλεψη για καλοκαιρία. Λίγα μποφόρ, άνεμοι από νότιες διευθύνσεις, άρα ιδανικές συνθήκες για ένα φθινοπωρινό παραγάδι στη βόρεια μεριά του νησιού. Μια μεριά που ακόμη και σήμερα κρατά πολύ καλά ψάρια και ανταμείβει όποιον αποφασίσει να ταξιδέψει στους κόλπους της.
Μέσα σ’ όλους αυτούς τους τόπους όµως, υπάρχει ένα µέρος που ελάχιστοι εως σήµερα ψαράδες έχουν καταφέρει να τον ψαρέψουν. Μετρηµένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι κι όλοι τους πια γερόντοι ανήµποροι πια να φτάσουν εκεί. Ο κάβος της Κυρά – Μαριγώς! Μια τοποθεσία θρύλος για τον καφενέ του λιµανιού, που τον συνοδεύουν αµέτρητες ιστορίες για πράγµατα αλλόκοτα που έχουν συµβεί.
Η µοίρα όµως είχε άλλα σχέδια. ∆υο µέρες πριν τη στείλουν στην πρωτεύουσα, κλέφτηκε µε τον ∆ηµητρό κι εξαφανίστηκε. Λες και τους κατάπιε η γης. Κανείς ποτέ δεν τους ξανάδε, αν και κάποιοι είπαν ότι τους είδαν στο βουνό, ενώ κάποιοι άλλοι είπαν ότι κρύφτηκαν στο αµπάρι ενός ψαροκάικου και τραβήξανε για άλλη πατρίδα. Την αλήθεια δεν την ήξερε κανείς, εκτός από έναν. Ένα γέροντα του λιµανιού, µέθυσο, µακαρίτη πια. Πάντα καθότανε στη γωνιά του καφενέ και έπινε στο νεροπότηρο το κρασί του χωρίς να µιλά σε κανέναν. ∆εν τους έκανε κέφι, γιατί τον έλεγαν «παραµυθά». Κι όµως ο συγχωρεµένος ο µπάρµπα – Κώστας, ποτέ δεν µίλαγε αν δεν ήξερε κάτι. Ψέµατα δεν έλεγε κι ας µην τον πίστευε κανείς.
– «Είχαν πάει βόρεια παιδί µου, εκεί που η αλµύρα της θάλασσας κι ο γρέγος δεν αφήνουνε τίποτα στο διάβα τους. Μόνο άγονη γη, γεµάτη πέτρες και βράχια.» µου είχε πει µια φορά. Και συνέχισε λέγοντας:
– « Εκεί λοιπόν, σ’ αυτή την αγριάδα, πάνω στα γκρέµια της φύσης, δίχως νερό και τροφή, µε µόνο εφόδιο την αγάπη τους και µπούσουλα την καρδιά τους, έχτισαν το φτωχικό τους και έκαµαν τη φαµίλια τους. Τίποτα δεν θα µπορούσε να σταµατήσει αυτά τα παιδιά, γιατί τα νιάτα τους και η θέληση για το όνειρο τους ήταν απέραντη!»
Τα πρώτα χρόνια της κοινής ζωής τους ήσαν πολύ δύσκολα. Έπρεπε να φτιάξουν µια στέγη και να αγωνιστούν για την επιβίωση. Βρήκαν µια φυσική σπηλιά και µέσα της έχτισαν το «παλατάκι» τους, έτσι ώστε να µη µπορεί ανθρώπινο µάτι να το δει. Ο ∆ηµητρός που γνώριζε πολύ καλά την τέχνη του ψαρέµατος είχε αναλάβει το φαγητό. Το κοφινέλο του καθηµερινά ήταν γεµάτο καλούδια. Πότε χταπόδια και καλαµάρια, πότε µελανούρια και κεφάλους και πότε σαργούς και σκαθάρια! Κι η Μαριγώ όµως δεν πήγαινε πίσω. Μια νύχτα πριν κλεφτεί µε τον ∆ηµητρό κατέβηκε κρυφά στο κελάρι του γέρου της και έκρυψε στον κόρφο της κάθε λογής σπόρους. Σιτάρι, καλαµπόκι και ζαρζαβατικά για το καλοκαίρι. Κι ό, τι φύτευε το χέρι της, θέριευε!
Η ώρα πλησίαζε πέντε κι ο άχαρος ήχος του ξυπνητηριού τάραξε την πυκνή νυχτιά. Πριν καλά καλά ανοίξω τα µάτια µου, έγειρα τα παραθυρόφυλλα της κρεβατοκάµαρας και κοίταξα τον καιρό. Ένα απαλό αεράκι διαπέρασε τις αισθήσεις µου και µε µια βαθιά εισπνοή όλες οι µυρουδιές της υπαίθρου µε ξύπνησαν για τα καλά. Γύρισα το βλέµµα µου προς την κορυφή του βουνού. ‘Ήταν πεντακάθαρο. Γρήγορα φόρτωσα όλα τα σύνεργα στο αυτοκίνητο και σε λιγότερο από µισή ώρα αφήναµε µε την παρέα τον παλιό πέτρινο φάρο του λιµανιού. Το µικρό τρεχαντήρι γλιστρούσε µε χάρη πάνω στην ήρεµη θάλασσα, αφήνοντας τα γέλια µας και τα απόνερα να ξεφουσκώνουν στο πέρασµά του. Η πορεία µας; Γνωστή, χωρίς να έχουµε συνεννοηθεί από πριν. Το θέλαµε και το περιµέναµε αυτό το ταξίδι χρόνια. Ήταν µονόδροµος, και ο καθένας από µας ξεχωριστά ήξερε ότι τα στοιχεία της φύσης αυτή τη φορά θα µας αποκάλυπταν το καλά κρυµµένο µυστικό τους. Και πράγµατι µετά από ένα υπέροχο ταξίδι πέντε ωρών, η περιοχή µε το τοπωνύµιο
– «Κάπου εδώ πρέπει να είναι…» φώναξε ο Γιώργης και συνέχισε «Βάλε πλώρη για τα ρηχά µπας και δούµε τα σηµάδια.» Αµέσως έκανα κράτει τη µηχανή και αφήσαµε το γέρικο τρεχαντήρι να λικνίζεται απαλά στο νερό, πλησιάζοντας την ακτή. Και τότε άρχισαν να αντηχούν οι κουβέντες του µακαρίτη µπάρµπα – Κώστα στ’ αυτιά µου.
«Άκου µικρέ! Σαν φτάσεις εκεί πάνω, να κάνεις για κοντά, για τη στεριά. Ψάξε να βρεις τον άσπρο βράχο που ξενερίζει. Τίποτα δεν φυτρώνει πάνω του, θα τον καταλάβεις. ∆υο οργιές παρακάτω υπάρχει ένα κοµµάτι από το βλήµα, σφηνωµένο στους βράχους. Αλλά πρόσεξε καλά! Αν η θάλασσα δεν είναι γαληνεµένη κι έχει έστω και λίγο αφρουδιά, ξέχασέ το! Ευθύς µπροστά σου υπάρχει ένα κυπαρίσσι µε δυο φτέρες στη ρίζα του. Πρέπει αυτές να είναι σαν αγκαλιά. Και κάτι ακόµη. Πάνω στο βουνό είναι η εκκλησιά της Παναγιάς. Μόλις ο σταυρός αρχίζει και αλλάζει χρώµατα από λευκό σε γκρι, είσαι στο πρώτο καλαδούρι. Μη ψάξεις για βάθος στο βυθόµετρο. Απλά ρίξε το λιανό κι όσο σου πάρει. Μόλις πατώσει, τράβηξε για τον ήλιο. Θα σε οδηγήσει αυτός και δυο γλαροπούλια που θα φανούν ξαφνικά από το πέλαγος. Χωρίς αυτά δεν πας πουθενά. Μάζεψέ τα και δρόµο! Όσοι προσπάθησαν να ψαρέψουν εκεί και δεν τα είχαν όλα όπως πρέπει ούτε τα καλαδούρια δεν πήραν πάνω!»
– Κοιτάξτε! Φώναξε ο Μήτσος, δείχνοντας το άλµπουρο του καϊκιού. ∆υο κατάλευκα γλαρόνια είχαν σταθεί στον σταυρό του καϊκιού, γνεύοντας µας να ξεκινήσουµε.
Το καλάρισµα ξεκίνησε. Χοντρό παραγάδι, εννιάρι, δολωµένο µε φρέσκια φρίσσα από το γρι – γρι του Στεφανή. Γυρίσαµε την πλώρη του σκάφους στο πέλαγος κι ο ήλιος µας έδειχνε το δρόµο. Μονοπάτι κανονικό που όµοιό του τόσα χρόνια στη θάλασσα δεν έχω µαταδεί.
Σε λίγα λεπτά και το ογδοηκοστό αγκίστρι είχε φτάσει στο βυθό, ενώ το τελευταίο καλαδούρι έπλεε κοντά στην πρύµνη του τρεχαντηριού. Οργανώσαµε λίγο το πράγµατα, καθαρίσαµε την κουβέρτα από τα αίµατα των δολωµάτων, κόφες και τελάρα πήραν τη θέση τους και µείναµε να περιµένουµε να έρθει η ώρα. Σβήσαµε τη µηχανή. Όλα γύρω µας γαλήνια. Η θάλασσα, η στεριά, ακόµη και τα γλαρόνια! Στη θέση τους! Τίποτα δεν τα έσκιαζε. Ούτε οι φωνές µας, ούτε τα ποδοβολητά στην ξύλινη κουβέρτα, ούτε κι ο βαρύς ήχος της πετρελαιοµηχανής! Ο ∆ηµητρός κι η Μαριγώ, σκέφτηκα και χαµογέλασα ενώ η παρέα είχε στρώσει ήδη τον µεζέ. Ψωµοτύρι, λίγες τοµάτες και ό, τι άλλο είχε ο καθένας…
– «Άντε παιδιά, µαζευτείτε, η ώρα έφτασε. Ο µπάρµπα – Κώστας λέει όχι πάνω από µιάµιση ώρα το παραγάδι στο νερό…» είπε ο Γιώργης επιτακτικά.
Κι έτσι έγινε. Κινήσαµε για το πρώτο καλαδούρι. Το στοµάχι όλων µας σφιγµένο από την αγωνία αφού η ώρα της αλήθειας είχε φτάσει. Ο καθένας πήρε τη θέση του στο τρεχαντήρι και ο γάντζος έφερε πάνω τον πλαστικό τενεκέ.
– «Ωχ! Έχει σκαλώσει η πέτρα. Όλο αριστερά το πηδάλιο µπας και το ξεκολλήσουµε!» ήταν τα πρώτα λόγια του Γιώργη που είναι µαέστρος στο λεβάρισµα.
Με µιας, κοµπλάρισα τη µηχανή και αρχίσαµε να κινούµαστε δεξιά κάνοντας ένα µεγάλο κύκλο πάνω από το σκάλωµα. Μια δυο γερές τραβηξιές και η πέτρα λασκάρισε!
– «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα µε την απορία ζωγραφισµένη στο πρόσωπό µου. – «Κεφάλι! Πρέπει να είναι στα πρώτα αγκίστρια και µάλιστα πολύ µεγάλο. Το νου σου.»
Κάναµε πρόσω αργά. Τρεις οργιές λεβάραµε, µια αφήναµε. Κι ήµασταν ακόµη στον σπάγκο του καλαδουριού.
– «Κάνε κράτει και ετοίµασε το γάντζο. Τα ψάρι είναι κοντά».
Γρήγορα γρήγορα βγήκα στην κουβέρτα, έπιασα το γάντζο και έσκυψα στο νερό να δω. Μόνο η πέτρα φαινόταν. ∆υο τραβηξιές ακόµη και φτάσαµε στη µάνα του παραγαδιού. Χοντρή εκατονεικοσάρα σε γέµιζε σιγουριά και πίστη για το εργαλείο. Έλυσα τον σπάγκο από τη θηλιά, απελευθέρωσα την πέτρα κι ο Γιώργης έµεινε πια µόνος του µε το ψάρι. Λίγο του άφηνε µπόσικα, λίγο του έπαιρνε. Το είχε κουράσει πολύ τα τελευταία λεπτά και τα κεφάλια του ολοένα και πιο αδύναµα. Στα δεξιά του σκάφους ξαφνικά µια γυαλάδα µας άφησε άναυδους! Καµπούριασα λίγο ακόµη για να έχω καλύτερο οπτικό πεδίο και µε το γάντζο σφιχτά στο χέρι περίµενα το ψάρι.
∆έκα αγκίστρια πιο κάτω ακολούθησαν τρία σκαθάρια στη σειρά. Μαύρα και παχιά µε σώµα στρογγυλό και µια ταινία γαλαζοπράσινη να λάµπει ανάµεσα στα µάτια τους. Πανέµορφα ψάρια!
– «Πάρτε θέσεις παιδιά…» πρόσταξε πάλι ο Γιώργης.
– «Γερός χτύπος, βαρύς ακούγεται από µακριά…» και πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα του, κάνει ένα απότοµο κεφάλι το ψάρι. Θα πήρε µαζί του σίγουρα τρία µε τέσσερα αγκίστρια. Ευτυχώς η εµπειρία του Γιώργη µέτρησε καταλυτικά, αφού µε το που άκουσε το ψάρι αµέσως άρχισε να µαζεύει δίχως να ρίχνει τα αγκίστρια στην κόφα. Μόνο τη µάνα!
– «Πρόσω αργά και πορεία για βαθιά. Τούτο το ψάρι είναι πολύ δύσκολο. Πρέπει να είναι τέρας…»
Η νάιλον µια τεζάριζε µια ήταν λάσκα. Το ψάρι όµως δεν ερχόταν. Μια οργιά πάνω εµείς δυο αυτό κάτω. ∆ύσκολη µάχη, σκέφτηκα.
-«Κράτει και πηδάλιο δεξιά. Κοιτάξτε τη πετονιά!» φώναξε ο Γιώργης και άξαφνα άρχισε να γλιστρά από τα χέρια του, ανήµπορος να τη κρατήσει.
– «Γάντια ρε παιδιά! Θα µου κόψει τα χέρια… Γρήγορα…»
Ο Μήτσος πετάχτηκε σαν ελατήριο στο αµπάρι και έπιασε τα γάντια. Τύλιξα τη µάνα δυο φορές στην παλάµη µου και περίµενα να φορέσει τα γάντια ο Γιώργης. Έκανα ελαφρώς πρόσω και ένιωθα τη δύναµη του ψαριού να σπρώχνει ολόκληρο το τρεχαντήρι! Παναγιά µου!
Έσκυψα στο νερό µπας και δω τίποτα. Το ψάρι ήταν πολύ µακριά ακόµη.
– «Ανάθεµα την τύχη µας. Το ψάρι βράχωσε και σκαλώσαµε…»
– «Πάνω είναι! Κι έχει κουραστεί. ∆εν κάνει πια τόσο έντονα κεφάλια…» και µου έγνεψε να πάρω το γάντζο στα χέρια µου.
– «Κάπου εδώ κοντά είναι. Και είναι πολύ βαρύ…» βλέποντας τον να φέρνει µε κόπο κι αγκοµαχώντας το παραγάδι. ∆εν κρατήθηκα και έσκυψα για µια ακόµη φορά το κεφάλι στη θάλασσα.
-«Αυτό που βλέπω δεν πρόκειται να το πιστέψετε!» είπα και µε µιας όλοι γύρισαν προς το νερό. Ένα βαθύ γαλάζιο και λαµπερό χρώµα σε µέγεθος που µε τη διάθλαση έµοιαζε όσο το τρεχαντήρι οργιά οργιά ανέβαινε στην επιφάνεια. Στο στόµα του φαινόταν η νηκτική κύστη. Το χρώµα του δε, µαρτυρούσε το είδος του. Πράσινο σκούρο προς χάλκινο καθώς και καφέ σκούρο. Κάθετα στο σώµα του υπήρχαν τέσσερις πέντε ραβδώσεις γκρι µε διάφορες αποχρώσεις του πράσινου, ενώ το χαρακτηριστικό βαθύ πράσινο χρώµα των µατιών του σε συνδυασµό µε το στρόγγυλο ουραίο πτερύγιο, δεν άφηνε κανένα περιθώριο για λάθος. Σφυρίδα!
– «Κάρφωσέ την µε το γάντζο. Γρήγορα µη µας φύγει το ψάρι…» και µε µιας την βούτηξα από τα βράγχια.
– «Μήτσο, βάλε ένα χεράκι γιατί το ψάρι είναι βαρύ. Μπορεί και πάνω από 15 κιλά!» και µε τη βοήθεια του Μήτσου το ψάρι ήρθε να κάνει παρέα στη βασίλισσα και τα σκαθάρια. Για λίγα λεπτά ξεχάσαµε το παραγάδι και µείναµε να το χαζεύουµε αµίλητοι. Πρώτη φορά στη ζωή µας είχαµε δει τέτοιο θεριό.
– «Έχει κι άλλα, παιδιά! ∆εν τελειώσαµε εδώ…» είπε ο Γιώργης καθώς ένιωθε τη µεσινέζα να τραντάζεται και πάλι. Αµέσως πήραµε θέσεις και δυο ακόµη φαγκρόπουλα του κιλού µπήκαν στη παρέα µας, ενώ µέχρι το τέλος ρίχναµε κρυφές µατιές στη σφυρίδα.
Τα συναισθήµατα απερίγραπτα. ∆εν θέλαµε µε τίποτα να τελειώσει αυτό που ζούσαµε. Ήταν µοναδικό, ανεξήγητο, θεϊκό. Ήταν ένα δώρο για µας από το πνεύµα του ∆ηµητρού και της Μαριγώς που µας συνόδευαν σ’ όλο το ψάρεµα µέχρι που σηκώσαµε και το τελευταίο καλαδούρι. Και τότε φτερούγισαν για το πέλαγος.
– «Καλή αντάµωση…» ψέλλισα, χαζεύοντάς τα µέχρι που χάθηκαν στον ορίζοντα.