Το ψάρεμα της τσιπούρας με εγγλέζικο
Πολλοί ψαράδες στοχεύουν την τσιπούρα στα ψαρέµατά τους, αυτή την πριγκίπισσα της θάλασσας, ένα από τα πιο όµορφα και νόστιµα ψάρια. Πολλά έχουν γραφτεί γι’ αυτήν, για την πονηριά της, την επιφυλακτικότητά της, το τσίµπηµά της, τη διατροφή και τη συµπεριφορά της. Εδώ όµως θα µιλήσω συγκεκριµένα για το ψάρεµά της µε εγγλέζικο.
Η διατροφική δραστηριότητα της τσιπούρας ξεκινάει τις πρώτες πρωινές ώρες και αυξάνεται κατά τη διάρκεια της ηµέρας. Το µενού της αποτελείται κυρίως από όστρακα, καβούρια, σκουλήκια, ψαροδόλια. Ο Σαρωνικός είναι ένας κόλπος που ενδείκνυται για τη φιλοξενία του είδους, καθώς πρόκειται για έναν υπήνεµο κόλπο, που προστατεύεται από όλους τους αέρηδες. Έτσι, κρατάει πολλές τσιπούρες, αφού τα συγκεκριµένα ψάρια αρέσκονται να ζουν και να γονιµοποιούνται σε ακτές σχεδόν πάντα ήρεµες, όπως είναι ο Άλιµος, η Γλυφάδα και το Λαγονήσι, ενώ κατά τη διάρκεια του χειµώνα ενδηµούν µέσα στο λιµάνι του Πειραιά, όπου και τις αναζητούν οι παθιασµένοι τσιπουροκυνηγοί.
Στις αρχές της άνοιξης φεύγουν από τον Πειραιά για να επισκεφθούν τους τόπους που θα γεννήσουν, επιλέγοντας παραλίες και µαρίνες. Συνήθως επισκέπτονται τα ίδια σηµεία κάθε χρόνο, εκτός αν την προηγούµενη αναπαραγωγική περίοδο κάποιο γεγονός τις έκανε να µη νοιώθουν ασφάλεια (π.χ. εξαφάνιση µεγάλου αριθµού των µελών του κοπαδιού), οπότε κάνουν πολύ καιρό να ξαναφανούν σε αυτό το σηµείο.
Γνωρίζοντας ότι την άνοιξη οι τσιπούρες βγαίνουν από τον Πειραιά και κινούνται προς τα ασφαλή καταφύγια εναπόθεσης αυγών, αποφασίσαµε µε το φίλο Μάκη να τις ψαρέψουµε µε την τεχνική του εγγλέζικου. Βλέπετε, η ανάγκη για αναπαραγωγή τις κάνει ανόρεκτες και ιδιαίτερα επιφυλακτικές, οπότε η εγγλέζικη τεχνική κρίνεται η πλέον κατάλληλη για να προσελκύσει και να ξεγελάσει ένα πονηρό ψάρι, όπως είναι η τσιπούρα. Είχαµε πληροφορηθεί ότι σε γνωστή µαρίνα των Ν. Προαστίων όπου ψαρεύουµε αρκετές φορές το χρόνο, εµφανίστηκαν κάποιες µεγάλες «κυρίες». Κανονίσαµε λοιπόν να κάνουµε ένα σύντοµο, µεσηµεριανό αναγνωριστικό ψάρεµα µε εγγλέζικο. Αυτή την εποχή, οι τσιπούρες τρέφονται κυρίως µε καρκινοειδή και όστρακα, λόγω της περιεκτικότητάς τους σε ασβέστιο. Εµείς βέβαια είχαµε το κλασσικό δόλωµα του εγγλέζικου, δηλαδή προνύµφες µύγας (τα γνωστά bigattini), καθώς και ακροβάτη, αφού βασιζόµασταν πολύ στη µεγάλη κινητικότητά του. Φτάνοντας στο σηµείο που θα µας φιλοξενούσε, βυθοµετρούµε και βλέπουµε ότι στα δέκα µέτρα µπροστά µας το βάθος ήταν 5,60 µ., ενώ µέχρι σχεδόν µπροστά στον µόλο που ψαρεύαµε, το βάθος διατηρούνταν ίδιο.
Ο Μάκης επέλεξε ένα παραβολικό καλάµι µήκους 4,20 m και c.w. 5/20 gr. και εγώ ένα προοδευτικά παραβολικό, µε µήκος 4,50 m και c.w. 2/16 gr. Η µεγάλη τσιπούρα είναι πολύ µαχητική, οπότε η παραβολή στο καλάµι είναι απολύτως απαραίτητη για να την παλέψεις µε τις λεπτές πετονιές που χρησιµοποιούνται στο εγγλέζικο. Οι µηχανισµοί µας είχαν πετονιά διαµέτρου 0, 18 mm για µάνα, και παράµαλλο 0,15 χιλιοστών, από υλικό fluorocarbon Ιαπωνικής κατασκευής, µαλακό και δυνατό στον κόµπο, µε εξαιρετική αντοχή στα γδαρσίµατα και αντοχή 4 lbs (1,81 κιλά). Λόγω βάθους φτιάξαµε συρόµενη αρµατωσιά και αποφασίσαµε να ψαρέψουµε πατωτά στα 5,60 µέτρα. Γενικά οι τσιπούρες τρώνε στο βυθό, αλλά αυτή την εποχή τηρούν τη συγκεκριµένη συνήθειά τους απαρέγκλιτα, εξαιτίας των καρκινοειδών. Όχι ότι δε σηκώνονται και λίγο ψηλότερα για να φάνε, αλλά θεωρώ ότι αυτή την εποχή αυξάνονται κατά πολύ οι πιθανότητες σύλληψης κάποιου καλού ψαριού όταν το δόλωµα σχεδόν σέρνεται στο βυθό.
Το πολύ µικρό ρεύµα µας επέτρεψε να φτιάξουµε ευαίσθητη αρµατωσιά (φελλός straight 3+1 ο Μάκης, 2+1 εγώ), ενώ το µεγαλύτερο µήκος του καλαµιού µου, µου επέτρεπε να ρίχνω στην ίδια απόσταση µε αυτόν ένα αρκετά µακρύ παράµαλλο 1,80 µέτρων, µολυβωµένο στη µέση µε δύο µολυβάκια των 0,04 γρ. Αυτή η λεπτοµέρεια στον ερµατισµό του παράµαλλου, επιτρέπει µια ελεύθερη, φυσική κίνηση του δολώµατος κατά τη βύθιση της αρµατωσιάς, και όταν αυτή φτάσει στο βυθό, κρατάει το δόλωµα πιο σταθερό, όπως δηλαδή προτιµούν τα ψάρια που τρέφονται στο βυθό. Το υπόλοιπο ερµάτισµα αποτελούνταν από 9 µολυβάκια των 0,10 γρ., ξεκινώντας από τη θηλιά και σε απόσταση 15 περίπου εκατοστά το ένα από το άλλο. Τα τελευταία δύο, τα οποία θα σταµατούσαν και το φελλό, τα τοποθετήσαµε σε απόσταση περίπου 50 εκατοστά από το προηγούµενό τους, για να αφήσουµε τα απαραίτητα δύο µήκη φελλού που ορίζει ο κανόνας, έτσι ώστε να αποτραπούν µπερδέµατα κατά τη βολή. ∆έσαµε και ένα γερό 12άρι αγκίστρι µε µεγάλη νούλα (άνοιγµα), και είµαστε έτοιµοι! Την ώρα που βυθοµετρούσε ο Μάκης, εγώ ετοίµαζα τη µαλάγρα.
Σε τέτοια κλειστά σηµεία, όπου τα ψάρια κυκλοφορούν γύρω-γύρω και έχουν αρκετές επιλογές τροφής, πρέπει να τα καλέσεις διεγείροντας το νευρικό και πεπτικό τους σύστηµα. Θεωρώ ότι το µαλάγρωµα είναι απαραίτητο για να έχεις επιτυχία στο ψάρεµά σου. Επέλεξα µία µαλάγρα µε πολύ έντονη γεύση τυρί-αχινό. Πριν ξεκινήσουµε να ετοιµάζουµε τις αρµατωσιές µας, έριξα µερικές µπάλες µαλάγρα για να αρχίσει σιγά-σιγά να δουλεύει, καθώς και δύο γεµάτες σφεντονιές µε bigattini. Τις πρώτες µπάλες δεν τις έκανα σκοπίµως σφικτές, έτσι ώστε να διαλυθούν πιο γρήγορα, αλλά στη συνέχεια έριξα λίγο ακόµα νερό στον κουβά για να σφίξει αρκετά η µαλάγρα, και τροφοδότησα το σηµείο που θα φιλοξενούσε τις αρµατωσιές µας µε δύο µπάλες ακόµα, προκειµένου να φτάσουν ακέραιες στο βυθό και να διαλυθούν αργά επάνω του.
Αφού µαλαγρώσαµε, βυθοµετρήσαµε και ετοιµάσαµε τις αρµατωσιές, ξεκινήσαµε το ψάρεµα, ενώ ταυτόχρονα απολαµβάναµε την απόλυτη χαλάρωση, πίνοντας καφεδάκι και ρουφώντας άπληστα την αλµύρα που έµπαινε στα ρουθούνια µας. Πάντα όµως µε το βλέµµα µας καρφωµένο στον φελλό, καθώς περιµέναµε το πολυπόθητο βούλιαγµά του. Τα τσιµπήµατα ήταν γενικά λίγα, κυρίως από µικρόψαρα, γύλους και κοκωβιούς. Το πρώτο δίωρο κύλησε χωρίς κάτι το ιδιαίτερο και µόνο κάτι σπαράκια και σαργουδάκια µας τίµησαν, τα οποία επέστρεψαν στο νερό σώα και αβλαβή µε τη βοήθεια του απαγκιστρωτή, ελπίζοντας ότι θα έρθουν οι παππούδες τους να τα µαζέψουν και θα συναντηθούν µε τα δολώµατά µας! Πάνω στο ηλιοβασίλεµα, ανέβασα την αρµατωσιά µου περίπου 20 εκ. ψηλότερα από το βυθό και δόλωσα έναν ολόκληρο ακροβάτη από το «σβέρκο», µήπως και δελεάσω κάποιο περαστικό λαβράκι που διψούσε για αίµα. Όλα κυλούσαν στον ίδιο ρυθµό µε πριν, όταν ξαφνικά ο φελλός του Μάκη χάθηκε από το οπτικό µου πεδίο. Πετάχτηκα σαν ελατήριο, γυρνάω και βλέπω το καλάµι του να έχει σχηµατίσει µία θεαµατική παραβολή. «Να πιάσω απόχη;», λέω, και µου απαντά «όχι, κάπου πιάστηκα». Γυρνάω ξανά το βλέµµα στο καλάµι µου και µετά από λίγο ακούω πάλι φρένα, αντικρίζω το καλάµι του Μάκη γονατισµένο και τον ακούω να µου φωνάζει «απόχη Θοδωρή!».
Πιάνω την απόχη και αρχίζω να παρακολουθώ το πάλεµα µε το ψάρι. Ευτυχώς έπαιρνε µέτρα προς τα ανοιχτά και όχι προς τα σκάφη που ήταν δίπλα µας. «Μάλλον δεν είναι λαβράκι», σκέφτοµαι, και παρακολουθώ για µερικά δευτερόλεπτα ακόµη, µέχρι να ξεχωρίσω τη γυαλάδα του ψαριού καµιά δεκαριά µέτρα µπροστά και να καταλάβω ότι είναι τσιπούρα. Αφού έκανε µερικά κεφάλια ακόµα, ο Μάκης το έφερε µπροστά µας και είδαµε ότι ήταν µεγάλη. Ο φίλος µου είχε εξαντλήσει το µήκος της µάνας, αφού ο φελλός είχε φτάσει σχεδόν στη µύτη του καλαµιού, και άρχισε να οπισθοχωρεί για να το φέρει κοντά στην απόχη. «Μην πας πίσω», του λέω, «σήκωσε το καλάµι, δεν έχει ανάγκη, θα τα πάρει τα κεφάλια». Πράγµατι σήκωσε το καλάµι και η θαυµαστή παραβολή που διέγραψε µε έκανε να επιβεβαιώσω το κόλληµά µου µε τα παραβολικά καλάµια.
Η µύτη του καλαµιού «βούτηξε» γλυκά προς τα κάτω στα δύο τελευταία κεφάλια του ψαριού, απορροφώντας τη δύναµή τους όσο ακριβώς χρειαζόταν. Το ψάρι κατέβηκε τουλάχιστον ενάµισι µέτρο χαµηλότερα, αλλά δεν ακούστηκαν καν τα φρένα, παρόλο που το τελευταίο κεφάλι του ήταν µεγάλο. Έπειτα, γύρισε στο πλάι και ήρθε απαλά µέσα στην απόχη. Καθώς το σήκωνα, κατάλαβα το µέγεθός του, αφού έπιανε σχεδόν όλη τη διάµετρο της απόχης (60 εκ.). Μια ωραιότατη τσιπούρα 1.200 γραµµαρίων, προσγειώθηκε στο τσιµέντο. Η χαρά µας ήταν µεγάλη και µετά τα πρώτα γέλια αρχίσαµε τις φωτογραφίες. Αφού κόπασαν οι πανηγυρισµοί µας και µετριάστηκε ο ενθουσιασµός, συνεχίσαµε για ακόµα λίγο το ψάρεµά µας. ∆υστυχώς, εκτός από ένα σαργό της παλάµης, δεν τσίµπησε τίποτα άλλο για αρκετή ώρα.
Ήµουν βέβαιος όµως, ότι από κάτω µας υπήρχαν τσιπούρες, αλλά δεν έτρωγαν, γιατί αυτά τα ψάρια πολύ σπάνια είναι µόνα τους. Ετοίµασα ένα άλλο παράµαλλο δένοντας αγκίστρι Νο 8 και ξεκίνησα να ψάχνω γονατιστός στο µώλο για καβούρια, αφού παρόλο που ήταν ανόρεκτες, ποτέ δε θα έλεγαν όχι σε ένα λαχταριστό καβουράκι. Όµως ο καιρός είχε άλλη άποψη… Εκείνη τη στιγµή µερικές σταγόνες βροχής έπεσαν πάνω µου και τα σύννεφα που είχαν µαζευτεί βαριά προµήνυαν καταιγίδα. Όµως δε µας πείραξε καθόλου αυτή η βιαστική διακοπή, µιας και είχαµε καταφέρει να βρεθούµε κοντά στη γαλανή, να πάρουµε ένα όµορφο ψάρι και να γεµίσουµε τις µπαταρίες µας, αποκοµίζοντας όµορφες εικόνες και νιώθοντας έντονα συναισθήµατα!