Βρισκόµαστε σε µια εποχή όπου τα νερά δεν έχουν κρυώσει ακόµη για τα καλά και τα συνηθισµένα θηράµατα του βυθού βρίσκονται ακόµη σε αρκετά βαθιά νερά έτσι ώστε να γίνονται δύσκολα και σπάνια. Αντίθετα, τα βενθοπελαγικά είδη που αναζητούµε στη βαθιά καθετή, πλησιάζουν τις ακτές και γίνονται ευκολότερα (η έκφραση «πλησιάζουν» είναι µεν σχετική, αλλά ισχύει). ∆ιότι την περίοδο αυτή, βρίσκουµε µπακαλιάρους σε βάθη 300-400 µέτρα και απόσταση 5-6 µίλια από την ακτή, και αξιόλογους µπαλάδες, σε ανάλογα βάθη και αποστάσεις σηµαντικά µικρότερες από ότι τις άλλες εποχές του έτους. Έτσι, έχουµε τη δυνατότητα να κάνουµε υπερψαριές ή να συναντήσουµε σπάνια είδη, χωρίς να αποµακρυνθούµε υπερβολικά από τα αγκυροβόλια µας. Ας δοκιµάσουµε λοιπόν τη βαθιά καθετή και αυτήν την εποχή.
Ο εξοπλισµός µας
Για το ψάρεµα στα βαθιά χρειαζόµαστε οπωσδήποτε ηλεκτρικές µηχανές, που κινούνται µε τη µπαταρία του σκάφους. Αυτές είναι δύο τύπων: οι προσαρτηµένες σε καλάµια ψαρέµατος, (συνήθως κλασσικά καλάµια όρθιας µάχης stand up, κατηγορίας 30-50 λιµπρών), και ηλεκτρικές µηχανές που αναρτώνται σε ειδική βάση στην κουπαστή του σκάφους µας. Ανάλογα µε τη χρήση τους, η ισχύς τους ξεκινά από τα 150 Watts και φτάνει τα 500, µε δυνατότητα ανάκτησης από 60 έως και 120 µέτρα το λεπτό. Η κατανάλωση των ηλεκτρικών µηχανισµών είναι σε γενικές γραµµές αρκετά µεγάλη. Συνεπώς πρέπει να προσέξουµε πολύ για να µη βρεθούµε προ εκπλήξεως, και αυτό προϋποθέτει οπωσδήποτε δύο µπαταρίες στο σκάφος µας. Η µία θα χρησιµοποιείται στην τροφοδοσία του ηλεκτρικού µηχανισµού µας και του GPS, και µε τη δεύτερη θα βάζουµε εµπρός τη µηχανή του. Το νήµα που χρησιµοποιούµε είναι dacron µεγάλης ελκτικής ικανότητας (από 80 µέχρι και 150 λίµπρες), µήκους µέχρι 1000 µέτρα, ανάλογα πάντα µε τη χωρητικότητα του καρουλιού µας.
Η αρµατωσιά µας έχει παράµαλλα µήκους 10 εκατοστών και διαµέτρου 0,70 έως 0,90 χιλ. Η απόσταση µεταξύ των παράµαλλών µας είναι από 35 µέχρι 50 εκατοστά εκατοστά, ενώ τα αγκίστρια σε νούµερα 1/0 – 3. Ο αριθµός τους κυµαίνεται από 10 µέχρι 15, και σχετίζεται µε τα θηράµατα που προσδοκούµε. Τα σωληνάκια µε το στριφτάρι βοηθούν στο ανέβασµα των ψαριών χωρίς να κοπεί το παράµαλλο, γιατί ας µην ξεχνάµε, διανύουν περί τα 500 µέτρα από το βυθό µέχρι τη βάρκα µας. Οι φωσφορίζουσες χάντρες παίζουν διπλό ρόλο, αφού αφενός µας επιτρέπουν να ανεβάζουµε ευκολότερα µε το χέρι τη µάνα στο σκάφος χωρίς να µας γλιστρά, αφετέρου προσελκύουν τα ψάρια στα δολώµατά µας εξαιτίας του φωσφορισµού τους.
Η µάνα έχει διάµετρο από 1,50 mm και πάνω, µιας και όσο αυξάνει η διάµετρος, τόσο δυσκολότερα µπλέκει στο βυθό. Στο πάνω µέρος της αρµατωσιάς αναρτούµε ένα «φωτάκι», που βοηθά στον εντοπισµό του δολώµατος από τα ψάρια. Στα καταστήµατα ειδών αλιείας, υπάρχουν ειδικές πηγές φωτός που αντέχουν τις µεγάλες πιέσεις και αναβοσβήνουν µόνο όταν έλθουν σε επαφή µε το νερό. Τα µολύβια µας, ανάλογα µε τα ρεύµατα και την κατάσταση της θάλασσας, µπορεί να είναι από ένα µέχρι και ενάµισι κιλό. Απαραίτητο εργαλείο είναι και µια µεγάλη απόχη που δεν πρέπει να λείπει από καµία βάρκα, ενώ χρήσιµος είναι επίσης ένας γάντζος. Γενικά, όλα τα εργαλεία µας πρέπει – όπως πάντα – να είναι καλοδιατηρηµένα και σε καλή κατάσταση. Σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύουµε να µείνουµε µε το νήµα απλωµένο στο βυθό, ή να βρεθούµε µε κοµµένες πετονιές και χαµένα θηράµατα.
Τα θηράµατά µας
Τα συνηθισµένα θηράµατά µας είναι οι µπαλάδες και οι µπακαλιάροι. Οι τελευταίοι, πλησιάζουν το φθινόπωρο τις ακτές, και γίνονται ευκολότερα θύµατα για τις καθετές µας. Το ίδιο ισχύει και για τα θράψαλα. Ένα ανέβασµα µπορεί να δώσει αρκετούς µπαλάδες, συνοδευόµενους συχνά-πυκνά και από ένα θράψαλο, το οποίο προσπάθησε να επωφεληθεί από το εύκολο γεύµα που συνάντησε, στη διαδροµή της καθετής µας από το βυθό µέχρι την επιφάνεια.
To θράψαλο, είναι ένα από τα πιο λαίµαργα είδη του βενθοπελαγικού κόσµου. Μπορεί µάλιστα να κανιβαλίσει ακόµα και οµοίους του, που είναι αγκιστρωµένοι στις καθετές µας και δεν έχουν δυνατότητα αντίδρασης. Παρατηρήστε το αποτύπωµα από πλοκάµια στο σώµα ενός θράψαλο έξι κιλών, το οποίο έγινε θύµα επίθεσης ενός άλλου, ακόµη µεγαλύτερου, καθώς ανέβαινε αγκιστρωµένο στην καθετή µας.
Άλλο ένα συνηθισµένο θήραµα του φθινοπώρου είναι και ο βλάχος. Για το λόγο αυτό πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε ένας «κλέφτης» µε αρκετό δόλωµα, σε κάθε καθετή µας,. Τον τοποθετούµε στο κάτω µέρος της αρµατωσιάς, αλλά µπορούµε να προσθέσουµε και ένα δεύτερο στο τέλος της, κοντά στη φωτεινή πηγή.
Ο τελευταίος αποδίδει αρκετές φορές και θράψαλα, αλλά και πιο σπάνια θηράµατα, όπως πχ. υπερµεγέθη καλαµάρια.
Το συγκεκριµένο στη φωτογραφία, είναι πολύ µεγαλύτερο από ένα µπουκάλι νερού του 1,5 λίτρου, είχε βάρος 2,4 κιλά, και συνελήφθη σε βάθος 430 µέτρων. Η µέθοδος σύλληψής τους είναι η προσθήκη µιας πολύ καλά ακονισµένης σαλαγκιάς κοντά στη φωτεινή πηγή, και η δόλωσή της µε ένα καλό φιλέτο φρίσσας, που λαµπυρίζει και τα προκαλεί στα βάθη αυτά.
Το φθινόπωρο, πλησιάζουν τις ακτές και οι βασιλοµεδουσοφάγοι. Οι ψαράδες, τους λένε µετζίκια ή µπαλαδοµάνες. Ενώ συνήθως τους βρίσκουµε στα 600 µέτρα ή βαθύτερα, την εποχή αυτή πλησιάζουν τις ακτές σε σχετικά µικρά βάθη. Μπορούν να γίνουν µέχρι και 15 κιλά, και για να πιαστούν χρειαζόµαστε οπωσδήποτε συρµάτινα παράµαλλα, ώστε να αντέξουν τα πολύ κοφτερά δόντια τους. Αν δεν τα διαθέτουµε, θα χάσουµε το παράµαλλο και το αγκίστρι, αλλά και το πολύτιµο θήραµά µας, που είναι από τα πιο εύγευστα ψάρια της βενθοπελαγικής ζώνης.
Τα παραπάνω είδη, τα ακολουθούν από κοντά και οι θηρευτές τους. Οι σαπουνάδες, οι εξαβράγχιοι καρχαρίες, αλλά και άλλα είδη σκυλόψαρων, πλησιάζουν επίσης τις ακτές ακολουθώντας την τροφή τους. Για να τους συλλάβουµε, χρειαζόµαστε επίσης συρµάτινα παράµαλλα, υποµονή, µεγάλα δολώµατα, αλλά και µηχανές µεγάλης ελκτικής δύναµης. Και φυσικά τύχη, για να πέσουµε πάνω στο ψάρι των 130 κιλών και όχι σε αυτό των εξακοσίων. Αφού λοιπόν φέρουµε το σκυλόψαρο στη βάρκα µας, το δένουµε καλά στο πλάι και το ρυµουλκούµε στην ακτή.
Αν δοκιµάσουµε να το ανεβάσουµε στο σκάφος, πρέπει να κατέβουµε εµείς! Παλιά που επιτρεπόταν το ψαρέμα τους, το θανατώνουµε στην επιφάνεια της θάλασσας και του αφαιρούσαµε το αίµα µε ένα µαχαίρι, ή ακόµη καλύτερα µε ένα κουτάλι, αφού κάναµε µια τοµή κατά µήκος της σπονδυλικής του στήλης. Φυσικά στη συνέχεια των ψαρεµάτων µας δεν πρέπει να επιµένουµε στην αλίευση του είδους αυτού. Έτσι, µετά την εµπειρία, πρέπει να επανέλθουµε στα κανονικά παράµαλλά µας, για να τους δίνουµε τη δυνατότητα να τα κόβουν και να παραµένουν στο βυθό, αφού είναι οι ρυθµιστές της ισορροπίας των ειδών στα βενθοπελαγικά πεδία. Άλλωστε, η διατροφική αξία και η γεύση τους, δεν τα ανεβάζουν ψηλά στην πυραµίδα των πιο επιθυµητών ειδών για ερασιτέχνες ψαράδες. Και φυσικά το ψάρεμά τους έχει απαγορευτεί και ο παραβάτης θα αντιμετωπίσει τσουχτερά πρόστιμα.
Στις ακτές πλησιάζουν το φθινόπωρο και οι κοκαλάδες. Αυτοί είναι µικρότερου µεγέθους από τα ξαδέλφια τους τα σκυλόψαρα, και όταν τους συναντήσουµε συλλαµβάνονται µαζικά. Πρέπει πάντως να προσέξουµε τις κοκάλινες προεξοχές στη ράχη τους, µια στο µπροστινό µέρος και µια πίσω, κοντά στην ουρά, γιατί αν καρφωθούν στο χέρι µας, µπορούν να έχουν πολύ επώδυνες συνέπειες εξαιτίας µιας δηλητηριώδους τοξίνης.
Τις ακτές πλησιάζουν την άνοιξη και το φθινόπωρο και τα σαλάχια. Εδώ, πρέπει να προσέξουµε την ουρά τους, η οποία διαθέτει επίσης δηλητηριώδεις τοξίνες, αλλά οι χόνδροι και το κρέας τους θεωρούνται από πολλούς -και είναι- εξαιρετικός µεζές. Από κοντά και οι βάτοι. Το επιστηµονικό τους όνοµα είναι Ruvettus pretiosus και το Αγγλικό Oilfish. Πριν τη δεκαετία του 1970 ήταν πολύτιµοι, αφού µε το λάδι από τους χόνδρους και τα κοκαλά τους έφτιαχναν φάρµακα κατά της δυσκοιλιότητας, σε αρκετά σηµεία του πλανήτη µας. Αν τύχει κάποιος βάτος στις πετονιές µας και δεν τον ελευθερώσουµε, πρέπει να τον καταναλώσουµε µε πολύ προσοχή και σε µικρές ποσότητες, παρά το λευκό και νόστιµο κρέας του. Διαφορετικά, θα υποστούµε τις συνέπειες και θα ταλαιπωρηθούµε από τη διάρροια που προκαλεί το λάδι του. Θα πρέπει όμως να γνωρίζετε ότι το ψάρεμα τους έχει απαγορευτεί και το καλύτερο είναι να το απελευθερώσετε χωρίς καν να το βάλετε στο σκάφος.
Και αν είµαστε τυχεροί και ψαρεύουµε σε αλιευτικά πεδία της νότιας Πελοποννήσου ή της Νότιας Κρήτης, όπου υπάρχουν βαθιά νερά και µεγάλα υποθαλάσσια ρήγµατα, µπορεί να συναντήσουµε την εποχή αυτή και ένα κοπάδι φάλαινες, να φροντίζει συλλογικά τα µικρά της αγέλης. Φυσικά πρέπει να τις σεβαστούµε, και να αποµακρυνθούµε αθόρυβα αφού τις φωτογραφήσουµε και τις παρατηρήσουµε. ∆ιότι, παρόλο που δεν έχουν φυσικούς εχθρούς στη Μεσόγειο (λόγω µεγέθους), εξακολουθούν να είναι σπάνιο και προστατευόµενο είδος, που συµβάλλει και αυτό στην ισορροπία της ζωικής πυραµίδας στα νερά µας.
Ας βγούµε λοιπόν για βαθιά καθετή, το φθινόπωρο και τις αρχές του χειµώνα. Η ποικιλία των θηραµάτων και των εκπλήξεων που θα έχουµε, είναι βέβαιο ότι δε θα µας απογοητεύσουν.