Το πιο ολοκληρωμένο περιοδικό για το ψάρεμα και το σκάφος!

Ηλίας Κυριακάκης

Βαθιά Καθετή: το ψάρεμα μπακαλιάρου με τυχερές

March 25, 2020

Βαθιά Καθετή: το ψάρεμα μπακαλιάρου με τυχερές

Ο µπακαλιάρος της Μεσογείου (επιστηµονικά Merluccius Merluccius), είναι αδελφός της Ευρωπαϊκής µουρούνας, φτάνει σε βάρος τα 8 κιλά και σε µήκος τα 40-75 εκατοστά. Η µέγιστη ηλικία του αγγίζει τα 20 χρόνια, ενώ ζει και αλιεύεται σε βάθη από 30 µέχρι και 1000 µέτρα. O merluccius, είναι το µοναδικό ενδηµικό είδος µπακαλιάρου στην περιοχή µας και αυτός θα αποτελέσει στόχο µας σε ένα ψάρεµα που µοιάζει τόσο µε το παραγάδι, όσο και µε τη βαθιά καθετή, χωρίς να είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

Όταν βγαίνουµε για ψάρεµα στα βαθιά, συνήθως στοχεύουµε σε διάφορα θηράµατα, όπως είναι οι µπαλάδες, οι κοκκινοσκορπίνες, οι µπακαλιάροι, οι πανταχού παρόντες χάνοι και άλλα σπανιότερα βενθοπελαγικά είδη, όπως οι βλάχοι, οι βάτοι κ.α.

Όµως, το αποτέλεσµά µας έχει τις περισσότερες φορές σαν κέντρο βάρους τους µπαλάδες, και επιπλέον, ανάλογα µε την τύχη µας, παίρνουµε και κάποιο µπακαλιάρο που έτυχε να είναι περαστικός από το αλιευτικό πεδίο των µπαλάδων και συνελήφθη µαζί µε αυτούς. Στη συνέχεια θα αναφερθούµε σε ένα ψάρεµα µε κύριο στόχο τους µπακαλιάρους, αλλά φυσικά µπορεί να συνδυαστεί και µε όλα τα υπόλοιπα προαναφερθέντα θηράµατα.

Για να έχουµε για κεντρικό θήραµα της προσπάθειάς µας το µπακαλιάρο και όχι ένα από τα λοιπά βενθοπελαγικά είδη, πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι επόµενες τρεις παράµετροι:

Επιλογή αλιευτικού πεδίου
Αντί να ψάχνουµε στις βαθιές αποχές για τα συνηθισµένα θηράµατά µας τους µπαλάδες, πάµε λίγο πιο πέρα από αυτές, στη λάσπη και στους λάκκους που σχηµατίζονται µετά την αποχή.

Εκεί, αναζητούµε µε το βυθόµετρό µας όχι πια µικρές κουκκίδες µε τη µορφή σύννεφου όπως εµφανίζονται οι µπαλάδες, αλλά σχετικά µεγάλες «περισπωµένες», όπως απεικονίζονται οι µπακαλιάροι στα βυθόµετρά µας, συνήθως δύο-δύο ή τρεις-τρεις σε συγκέντρωση. Εναλλακτικά, αν ψαρεύουµε µε την επιλογή των συµβόλων των ψαριών στο «ON», θα δούµε καθαρά τα θηράµατα µας, να µας περιµένουν στο βυθό. Πάντως, ακόµη και αν το βυθόµετρό µας δεν είναι αρκετά ισχυρό για να µας δείξει τα ψάρια στα βάθη αυτά, αρκεί η µετακίνηση µας στο λάκκο.

Ο εντοπισµός του λάκκου γίνεται µε βάση τις ισοβαθείς του χάρτη µας ή την εµπειρία µας από το ψάρεµα στα βαθιά, καταβάλλοντας ίσως µεγαλύτερη προσπάθεια και µε σύµµαχό µας την τύχη για να «πέσουµε σωστά». Αν κάνουµε όσα περιγράψαµε, έχουµε πολλές πιθανότητες να πετύχουµε το στόχο µας.

Οι µπαλαδοκαθετές µας πρέπει να διαθέτουν αµπερόµετρο.

Μπαλαδοκαθετή και αρµατωσιά
Για το ψάρεµα στα βαθιά χρειαζόµαστε ηλεκτρικές µηχανές, δηλαδή µπαλαδοκαθετές, τροφοδοτούµενες από τη µπαταρία του σκάφους και αναρτώµενες σε ειδική βάση στην κουπαστή του σκάφους µας. Η δυνατότητα περιτύλιξής τους είναι γενικά από 60 µέχρι και 120 µέτρα το λεπτό.

Οι µπαλαδοκαθετές µας πρέπει να διαθέτουν αµπερόµετρο, ώστε µέσω της ένδειξης κατανάλωσης να είναι δυνατό να καταλάβουµε αν έχουµε ψάρια στην πετονιά µας ή όχι. Αν έχουµε ψάρια, ο µηχανισµός µας πιέζεται περισσότερο, καταναλώνει περισσότερα Ampere, και αυτό φαίνεται στο όργανο. Πρέπει επίσης να είναι εφοδιασµένες µε ρεοστάτη (ποτενσιόµετρο), για να αυξοµειώνουµε την ταχύτητα τους κατά το ανέβασµα. Η καθετή µας πρέπει να αποτελείται τουλάχιστον από 12 αγκίστρια, µε µικρού µήκους παράµαλλο (όχι µεγαλύτερο από 15 εκατοστά). Η απόσταση µεταξύ τους πρέπει να είναι περίπου 30 µε 35 εκατοστά. Το σηµαντικότερο όµως είναι να έχει τουλάχιστον τρεις ή περισσότερους µεγάλους «κλέφτες».

Αυτοί θα είναι αγκίστρια νούµερο 4/0 ή µεγαλύτερο. ∆ε συστήνουµε καθετές µε περισσότερα αγκίστρια ή µεγαλύτερο µήκος, διότι από τις δοκιµές πού έχουµε κάνει, το αποτέλεσµα είναι περίπου το ίδιο. Οι «κλέφτες» θα είναι δολωµένοι µε ένα µεγάλο κοµµάτι σκουµπρί, σαυρίδι ή κολιό, αλατισµένο από την προηγούµενη ηµέρα για να σφίξει αρκετά η σάρκα και να συγκρατείται καλά στο αγκίστρι µας. Τα υπόλοιπα αγκίστρια της αρµατωσιάς στοχεύουν στα µικρότερα, περαστικά θηράµατα και δολώνονται σαν να ψάρευαν µπαλάδες.

∆ιάρκεια παραµονής στο βυθό
Η διάρκεια παραµονής της αρµατωσιάς µας στο βυθό πρέπει να είναι πολύ µεγαλύτερη από τα 5-10 λεπτά που αναµένουµε συνήθως για να «φορτώσουµε» µε µπαλάδες, και σε αρκετές περιπτώσεις πρέπει να ξεπεράσει τη µισή ώρα. Για να το πετύχουµε αυτό, ανεξάρτητα µε τα ρεύµατα και τον άνεµο, δεν κρατάµε την καθετή µας στο χέρι.

Μαζί µε το καρούλι της µπαλαδοκαθετής, τα δένουµε σταθερά σε ένα καλαδούρι και τα αφήνουµε στη θάλασσα πάνω από το σηµείο που έχουµε επιλέξει, αφού το βαρίδι µας φτάσει στο βυθό. Φυσικά, σηµειώνουµε µε ένα σηµάδι (waypoint) τη θέση τους στο GPS µας για να µπορούµε να τα ξαναβρούµε, και πάµε στον επόµενο λάκκο, για να ρίξουµε άλλη µία καθετή. Ναι, καλά το καταλάβατε, για να κάνουµε το ψάρεµα αυτό χρειαζόµαστε τουλάχιστον δύο καρούλια µπαλαδοκαθετής, γεµισµένα µε 1.000 µέτρα dacron το κάθε ένα,. Εναλλακτικά πάντως, «δουλεύει καλά» και η πετονιά, αφού δεν την κρατάµε στο χέρι, ούτε χρειάζεται να τσαρπούµε µε κάθε τσίµπηµα, όπως κάνουµε στο συνηθισµένο ψάρεµα των µπαλάδων.

Προµηθευόµαστε λοιπόν ένα ή-ιδανικά-δύο επί πλέον καρούλια από τον κατασκευαστή της µπαλαδοκαθετής µας, τα γεµίζουµε µε ογδοντάρα ή ενενηντάρα, φτηνή παραγαδίσια πετονιά και είµαστε έτοιµοι για το ψάρεµα µας.

Μεθοδολογία ψαρέµατος
Θα ρίξουµε τρεις «τυχερές» τη µια µετά την άλλη, και µόλις τελειώσουµε µε την τρίτη θα αρχίσουµε να µαζεύουµε την πρώτη, µε τη σειρά που τις ρίξαµε. Αν η απόσταση της πρώτης από τη δεύτερη είναι µεγαλύτερη από µισό µίλι, ή αν ο καιρός δεν είναι πολύ καλός, µπορούµε να περιοριστούµε και στις δύο. Αν πάντως χρησιµοποιήσουµε τρεις, ο χρόνος παραµονής κάθε µιας από αυτές στο βυθό θα είναι από 30 µέχρι και 50 λεπτά, ανάλογα και µε το βάθος.

Όσος δηλαδή χρειάζεται για να συλληφθούν ένας η περισσότεροι µπακαλιάροι, οι οποίοι στο διάστηµα αυτό θα περάσουν από τους λάκκους που επιλέξαµε. Οι καθετές µας θα λειτουργούν σα µικρά παραγαδάκια, και το συνολικό τους µήκος-περίπου 4 µέτρα-δε θα εµποδίζει τα ψάρια να σηκωθούν από το βυθό και να τιµήσουν τα δολώµατα µας.

Ανέβασµα της καθετής
Το φελαδούρι κάτω από το οποίο είναι δεµένη η καθετή µας, το βλέπουµε από απόσταση λόγω του χρώµατός του, συνήθως κόκκινο ή – ακόµη καλύτερα- κίτρινο. Όταν έρθει η ώρα να µαζέψουµε τις καθετές για έλεγχο, το ψαρεύουµε µε το µακρύ γάντζο µας, και βιδώνουµε το καρούλι στην µπαλαδοκαθετή µας.

Αρχίζουµε να ανεβάζουµε σιγά-σιγά, και αφού ξεκολλήσουµε από το βυθό επιταχύνουµε λίγο, ανάλογα πάντα µε το βάρος και το εκτιµώµενο αποτέλεσµα. Οι µπακαλιάροι ανεβαίνουν µε ανοιχτό στόµα, και στο πρώτο µισό της διαδροµής δηµιουργείται το φαινόµενο του «ανάποδου αλεξίπτωτου».

Ο ροοστάτης κρίνεται απαραίτητος, διότι χαµηλώνοντας την ταχύτητα ανεβάσµατος µειώνουµε τις πιθανότητες να σκιστούν τα χείλια των µπακαλιάρων και να χάσουµε τα ψάρια. Σταδιακά πάντως, επειδή η κύστη τους δεν προσαρµόζεται αρκετά γρήγορα στην αλλαγή της πίεσης, διαστέλλεται και αποκτά θετική πλευστότητα.

Έτσι, αν τα ψάρια είναι µεγάλα, στο δεύτερο µισό της διαδροµής λειτουργούν σαν «πλωτήρας» και σηκώνουν το µολύβι µας, παρά το βάρος του. Για το λόγο αυτό, αν ο ηλεκτρικός µηχανισµός µας διαθέτει αµπερόµετρο, θα παρατηρήσουµε κατά τη διάρκεια του ανεβάσµατος ότι τα Ampere που καταναλώνει κάποια στιγµή µειώνονται. Παρόλα αυτά τα ψάρια εξακολουθούν να βρίσκονται στην πετονιά µας, µόνο που µε τη θετική πλευστότητα την οποία απέκτησαν, βοηθούν στο ανέβασµα. Συνεπώς, όταν ελαφρύνει η πετονιά δεν πρέπει να αυξήσουµε την ταχύτητα ανεβάσµατος, διότι κινδυνεύουµε να χάσουµε τα θηράµατα.

Ένας ακόµα λόγος για να ελαφρύνει η καθετή µας, είναι τα µεγάλα θράψαλα που καραδοκούν στα µεσόνερα. Αρκετές φορές αυτά, στην προσπάθεια τους να µας πάρουν το µπακαλιάρο αγκιστρώνονται, και µε τη βοήθεια της µεγάλης απόχης µας καταλήγουν στο σκάφος. Η κάθε ριξιά µας λοιπόν µπορεί να είναι εξαιρετικά παραγωγική και να δώσει πολλά ψάρια.

Το αποτέλεσµα
Συνήθως, σε µια εξόρµηση ρίχνουµε δύο έως τρία καλαδούρια, δύο έως τρεις φορές, δηλαδή ρίχνουµε τις καθετές µας συνολικά 6-9 φορές στη θάλασσα. Αν η µέρα είναι καλή και τα ψάρια έχουν όρεξη, καταλήγουµε µε 5-6 µπακαλιάρους και µε αρκετά παρεπόµενα θηράµατα. Αυτά µπορεί να είναι πολλοί µπαλάδες, καθώς και µεγάλα µουγκριά. Τα τελευταία, είναι παρεξηγηµένα και συνήθως υποτιµώνται στην Ελλάδα, ενώ οι Γάλλοι τα θεωρούν πρώτο ψάρι, γιατί κάνουν εξαιρετική σούπα και σε ροδέλες είναι πολύ καλά τηγανητά.

Σηµειώνουµε τέλος, ότι δύο άλλα θηράµατα που προσελκύονται από το µεγάλο χρόνο παραµονής της καθετής µας στο βυθό, είναι ο βλάχος και ο βάτος. ∆εν πρέπει πάντως να είµαστε πλεονέκτες. Τα βενθοπελαγικά είδη αναπτύσσονται σχετικά αργά, και ο µπακαλιάρος για παράδειγµα, χρειάζεται τέσσερα µε έξι χρόνια για να γίνει δύο κιλά.

Συνεπώς, όταν πάρουµε όσα ψάρια µας φτάνουν για ένα καλό οικογενειακό τραπέζι επιστρέφουµε, και φροντίζουµε όταν ξαναβγούµε για το ίδιο ψάρεµα να επισκεπτόµαστε διαφορετικά µέρη. Έτσι, διατηρούµε τόσο το στοιχείο της έκπληξης για τα αναµενόµενα θηράµατα, αλλά και τη ζωή στα αλιευτικά µας πεδία, αφού επιτρέπουν στους κατοίκους τους να αναπτύσσονται ξανά και να ανακάµπτουν. Ας δοκιµάσουµε λοιπόν να ψαρέψουµε µπακαλιάρους µε «τυχερές», το αποτέλεσµα δε θα µας απογοητεύσει.

Tags
παραδοσιακές τεχνικές «Τυχερές» «Τυχερή» Βαθιά καθετή Ψάρεμα από Σκάφος Μπακαλιάρος Ψάρεμα Μπακαλιάρου
Comodo SSL