Η επιτυχία µιας ψαρευτικής εξόρµησης, δεν εξαρτάται µόνο από τον άριστο εξοπλισµό που µπορεί να διαθέτουµε (αλιευτικά εργαλεία και δολώµατα). Αλλά και από τη σωστή αξιοποίηση των πληροφοριών που θα πάρουµε από το βυθόµετρο και τη συσκευή GPS. Μιας και το τελευταίο αφορά στη σωστή προσέγγιση του τόπου που θα επιχειρήσουµε να ψαρέψουµε.
GPS και στίγµα
Ένα µεγάλο κεφάλαιο στην τεχνική του σύγχρονου ψαρέµατος, είναι η πλοήγηση µέσω GPS. Οι συσκευές GPS έχουν γίνει πια αναπόσπαστο κοµµάτι της ζωής µας. Ειδικά στο ψάρεµα όπου ο τόπος στον οποίον θα ψαρέψουµε έχει µείζονα σηµασία. Στις κουβέντες των ψαράδων θα τύχει να ακούσουµε πολλές φορές τη λέξη «στίγµα», και σε ελεύθερη µετάφραση αυτή η λέξη υποδηλώνει το ακριβές σηµείο το οποίο έχουµε «µαρκάρει» στη συσκευή. Και είτε λόγω της µορφολογίας του βυθού, είτε άλλων παραγόντων, σφύζει από υποθαλάσσια ζωή και ενδείκνυται για ψάρεµα (fishing hot spot).
Παλιότερα, όταν δεν υπήρχε η σηµερινή τεχνολογία, οι ψαράδες είχαν «στίγµατα» τα οποία «µάρκαραν» στο µυαλό τους. Και η –όσο το δυνατόν πιο ακριβής- πλοήγησή τους σε αυτά, γινόταν συνδυάζοντας σε ευθεία δύο διαφορετικά σταθερά σηµεία από τη στεριά, σε άξονα χιαστί. Αυτή ήταν µεν µια καλή λύση για να επισκεφτούµε έναν αποδοτικό τόπο, αλλά πρώτον δεν είχε µεγάλη ακρίβεια και δεύτερον το µαρκάρισµα ήταν όλο και πιο δύσκολο όσο αποµακρυνόσουν από τη στεριά. Τα σηµερινά όργανα έχουν ενσωµατωµένη τη λειτουργία πλότερ. Δηλαδή προσοµοιώνουν την κίνηση του σκάφους µας πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, σε µια επίπεδη οθόνη δύο διαστάσεων.
Η καθοδήγησή µας στο σηµείο επιλογής µας βάση του πλότερ, λέγεται «πλοήγηση» και είναι ένας από του βασικότερους παράγοντες της επιτυχίας στο ψάρεµα, σε κάθε τεχνική. Σε κάποιες όµως, όπως πχ. οι vertical τεχνικές (ζόχα , tenya, jigging, slow pitch, cabura, inchiku και άλλες), διαδραµατίζει πολύ καθοριστικό ρόλο. Και αυτό γιατί οι συγκεκριµένοι τρόποι ψαρέµατος δε στοχεύουν σε ψάρια που θα «χτυπήσουν» το δόλωµα µόνο από ανάγκη να τραφούν. Αλλά και σε εκείνα που παρακινούνται από χωροκτητικά ένστικτα. Αποπειρούµενα να διώξουν τον απρόσκλητο επισκέπτη, λόγω του φαινοµένου του «αποικισµού». Συνήθως αυτό γίνεται όταν τα ψάρια ζευγαρώνουν ή εγκυµονούν. Οπότε και οριοθετούν την περιοχή τους και δεν αφήνουν τίποτα να πλησιάσει.
GPS και βυθόµετρο
Βάσει των παραπάνω, καταλαβαίνουµε ότι δεν είναι σηµαντικό µόνο το να στιγµατίσουµε ένα σηµείο ενδιαφέροντος µε ακρίβεια. Αλλά και να µπορέσουµε την επόµενη φορά που θα επιχειρήσουµε να ψαρέψουµε σε αυτό. Να το πλησιάσουµε µε ακρίβεια και τα δολώµατά µας να πέσουν ακριβώς στο σηµείο. Ένα µεγάλο λάθος που κάνουµε, είναι να νοµίζουµε πως επειδή βλέπουµε το νήµα ή το νάιλον να χάνεται κάθετα στο νερό, και το δόλωµά µας «ταξιδεύει» κατακόρυφα.
Η οπτική επαφή µε την οθόνη του βυθοµέτρου µας, λύνει σε µεγάλο βαθµό το θέµα της τοποθέτησης του δολώµατος στο ακριβές σηµείο. Αυτός είναι ένας λόγος που το βυθόµετρο και το GPS αποτελούν πια αναπόσπαστο κοµµάτι του εξοπλισµού του σύγχρονου ψαρά. Είτε µιλάµε για δύο ξεχωριστές συσκευές, είτε για συνδυασµό τους σε µία (combo).
Προσέγγιση στιγµάτων µικρής επιφάνειας
Τα πράγµατα θέλουν µεγαλύτερη προσοχή όταν δεν έχουµε µαρκάρει µία ευρεία περιοχή. Αλλά ένα βράχο σχετικά µικρό σε διάµετρο όπου γύρω του βρίσκονται τα ψάρια. Οπότε εµείς πρέπει να ψαρέψουµε ακριβώς από πάνω του. Ο συνήθης τρόπος για να κατευθυνθούµε σε ένα στίγµα, είναι η εντολή GOTO («πήγαινέ µε εκεί»). Αν και προσωπικά πιστεύω ότι είναι µια διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται µόνο σε µακρινές αποστάσεις. Αφού δεν έχει πρακτική εφαρµογή όταν πλησιάζουµε και θέλουµε να βρεθούµε µε ακρίβεια πάνω από το µαρκαρισµένο σηµείο.
Ένας από τους βασικούς κανόνες σωστής προσέγγισης ενός στίγµατος, είναι η χαµηλή ταχύτητα (2-3 mph). Την οποία πρέπει να έχει το σκάφος 50-100 µέτρα πριν πλησιάσουµε το σηµείο. Αυτό χρειάζεται επειδή το GPS είναι ένας δέκτης σήµατος (όπως πχ. το ραδιόφωνο). Ο οποίος λαµβάνει δορυφορικό σήµα, το επεξεργάζεται, και βάσει αυτού δίνει τη θέση του σκάφους κάθε δευτερόλεπτο, στην οθόνη του πλότερ µας. Οι κινήσεις στο τιµόνι πρέπει να είναι πολύ ήρεµες και όχι απότοµες. Ώστε να προλαβαίνει το εικονικό «σκαφάκι» να µας δείχνει την πορεία µας.
Ένα βασικό εργαλείο µε το οποίο εφοδιάζονται τα περισσότερα GPS, είναι µια εικονική γραµµή που προεκτείνεται από το στόχο του σκάφους στο πλότερ (επέκταση πλώρης). Αυτή αναλόγως µε τον κατασκευαστή µπορεί να πάρει διαφορετικό χρώµα ή µήκος, και µας υποδεικνύει που στοχεύει µε ακρίβεια η πλώρη µας. Έτσι µπορούµε να οδηγήσουµε το σκάφος µας σε ευθεία πορεία προς ένα στίγµα πολλές δεκάδες µέτρα µακριά. Χωρίς χάσιµο χρόνου, αρκεί να είναι εµφανές στην οθόνη µας. Επίσης, όσο πλησιάζουµε στον προορισµό µας, πρέπει να µεγεθύνουµε (ΖΟΟΜ) το πλότερ, ώστε να πλησιάσουµε ακριβώς στο σηµείο.
Σωστός υπολογισµός ανέµου και ρευµάτων
Η προσέγγιση αυτή µπορεί να φαίνεται παιχνίδι από την πιο πάνω περιγραφή. Αλλά δεν είναι καθόλου εύκολη αν στη περιοχή πνέει δυνατός άνεµος ή υπάρχουν έντονα υποθαλάσσια ρεύµατα και ειδικά όταν επιχειρήσουµε να ψαρέψουµε vertical. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να προσπεράσουµε µε φόρα το σηµείο για κάποια µέτρα. Κόντρα στον άνεµο ή το ρέµα, ώστε όταν σταµατήσουµε, να έχουµε το χρόνο να ρίξουµε το δόλωµά µας ακριβώς στο σηµείο που ορίζεται από το στίγµα µας. Ακόµα, πρέπει να πετάµε το δόλωµα κάποια µέτρα προς την κατεύθυνση του ανέµου. Ώστε να το «βάλουµε» στον κώνο σήµατος και έτσι να επιτύχουµε οπτική επαφή µε αυτό. Αλλά και µε τους θηρευτές που θα το πλησιάσουν.
Αυτό που θα δώσει την τελική επιβεβαίωση ότι όλα έγιναν σωστά, είναι ο αχώριστος σύντροφός µας, το βυθόµετρο. Έτσι, όταν θα είµαστε πια πάνω από το στίγµα µας, θα πρέπει να εµφανιστούν τα γνωρίσµατά του, όπως πχ. µία πέτρα, ο όγκος ενός ναυαγίου κτλ., αλλά ακόµα και τα ψάρια, αν υπάρχουν στην περιοχή. ∆υστυχώς ή ευτυχώς, ο σύγχρονος ψαράς πρέπει να είναι φίλος µε την τεχνολογία. Μιας και ο χειρισµός αυτής θα καθορίσει σε µεγάλο µέρος την επιτυχή έκβαση µιας ψαρευτικής εξόρµησης.