Το βυθόµετρο, έχει γίνει πια αναπόσπαστο κοµµάτι του εξοπλισµού κάθε σύγχρονου ψαρά που επιχειρεί να ψαρέψει από σκάφος. Αφού µε τη βοήθειά του µπορεί να ανιχνεύσει ενδιαφέροντες τόπους και τα ψάρια τους. Όλες οι ηχοβολιστικές συσκευές, χρησιµοποιούν το φυσικό νόµο της επιστροφής ενός εκπεµπόµενου ηχητικού κύµατος. Το ηχητικό κύµα αυτό έχει συγκεκριµένη διεύθυνση. Ώστε να λαµβάνουµε πληροφορία από συγκεκριµένο πεδίο.
Τι γίνεται όµως, όταν κάποιος παράγοντας παρεµβάλει σε αυτήν τη διαδικασία;
Η πληροφορία που θα πάρει και θα αξιοποιήσει ένας χειριστής, βασίζεται στο φαινόµενο εκποµπής και λήψης ενός ηχητικού κύµατος. Αυτό µπορεί να ακούγεται µια απλή διαδικασία, αλλά στην πραγµατικότητα είναι αρκετά περίπλοκη. Ο παλµός του ήχου επηρεάζεται από κάποιους παράγοντες, οι οποίοι είναι ικανοί να στρεβλώσουν ή να αλλοιώσουν την πληροφορία σε µεγάλο βαθµό. Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες είναι η θερµοκρασία του νερού, η περιεκτικότητα της θάλασσας σε αλάτι, τα ρεύµατα, η διάθλαση, το βάθος, αλλά και η θέση του στόχου ως προς το σκάφος.
Όµως, εκτός από τα παραπάνω, ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για τις εικόνες που θα πάρουµε στην οθόνη του βυθοµέτρου µας, είναι ο κυµατισµός στην επιφάνεια της θάλασσας. Κάτι που συνηθίζω πάντα να λέω και στα σεµινάριά µου, είναι ότι έχοντας υπόψη τις «αδυναµίες» του οργάνου, µπορούµε να εκµεταλλευτούµε στο έπακρο τις δυνατότητές του.
Όπως όλοι γνωρίζουµε, οι συσκευές βυθοµέτρου τοποθετούνται πάνω σε πλωτά µέσα και όχι στην πολυθρόνα του σαλονιού µας. Αυτά τα πλωτά µέσα µε τη σειρά τους κινούνται στην επιφάνεια µιας ρευστής υδάτινης µάζας, της θάλασσας. Η κίνηση των µορίων στην επιφάνεια, ονοµάζεται κυµατισµός. Εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τις καιρικές συνθήκες. Συνεπώς, ένα βυθόµετρο τοποθετηµένο σε ένα σκάφος που πλέει πάνω στη θάλασσα, παίρνει µια κίνηση (ταλάντωση) αναλόγως µε τον υπάρχοντα κυµατισµό.
Το βυθόµετρο εκπέµπει µια στάνταρντ ηχητική δέσµη, ένα ηχητικό κώνο µε άνοιγµα εξαρτώµενο από τις µοίρες του εκάστοτε αισθητήρα και αντιστοιχεί στην εκπεµπόµενη συχνότητα. Για παράδειγµα, ο αισθητήρας P66DT της Airmar, εκπέµπει στα 200 Khz µε άνοιγµα κώνου 11ο και στα 50 Khz µε άνοιγµα κώνου 45ο. Τα στοιχεία αυτά οφείλει να τα γνωρίζει ο χειριστής. Μιας και αυτά καθορίζουν σε τι ακτίνα γύρω από τον αισθητήρα «βλέπει» το όργανο. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά κάθε αισθητήρα, µπορείτε να τα βρείτε στο διαδίκτυο ή στο εγχειρίδιο κάθε εταιρείας.
Έτσι, το εκπεµπόµενο ηχητικό σήµα είναι µια δέσµη που ξεκινά από τον αισθητήρα και βαθαίνοντας ανοίγει σαν ένα ανάποδο χωνί. Το σήµα εκπέµπεται και λαµβάνεται από τον αισθητήρα και µεταφέρει τις πληροφορίες του βυθού και των στόχων στην οθόνη του βυθοµέτρου.
Τι γίνεται όµως όταν υπάρχει κυµατισµός και ειδικά όταν το φαινόµενο είναι έντονο;
Στην εικόνα 1, βλέπουµε το σκάφος σε ήρεµη θάλασσα, µε µια σχετικά στενή δέσµη στην υψηλή συχνότητα. Το ανάγλυφο του βυθού δίπλα, διαγράφεται µε ακρίβεια, αλλά το σηµαντικότερο, εφόσον το ψάρι περάσει διαµέσου του κώνου. Θα δηµιουργήσει µία ολοκάθαρη αψίδα µε ζωντανά χρώµατα, ένα στόχο που θα µπορέσουµε να διακρίνουµε µε ευκολία και εν συνεχεία να αξιοποιήσουµε την πληροφορία κατάλληλα.
Τώρα πάµε στην εικόνα 2. Εδώ επικρατεί κυµατισµός, µε αποτέλεσµα η δέσµη να ταξιδεύει αρκετά µέτρα, από τη µια µεριά του πυθµένα στην άλλη. Το φαινόµενο αυτό ονοµάζεται «φαινόµενο της καµπάνας». Έχει άµεσο αντίκτυπο στο πως θα διαγραφούν οι στόχοι στην οθόνη. Όσο πιο πολύ βαθαίνουµε, τόσο πιο έντονο γίνεται, µιας και µεγαλώνουν οι αποστάσεις. Το φαινόµενο αυτό αλλάζει αναλόγως µε τη συχνότητα και κατόπιν µε τις µοίρες που εκπέµπουµε και πάντα σε συνάρτηση µε το βάθος. Με αποτέλεσµα αφενός να µην αποδίδεται το πραγµατικό ανάγλυφο του πυθµένα και να εµφανίζονται αυτές οι κάθετες µύτες. Προέκταση του βυθού (χτένια) µε κόκκινο βελάκι, αφετέρου να δηµιουργείται το φαινόµενο της καµπάνας.
Σηµαντικότερη πάντως για µένα, είναι η επίδρασή του πάνω στους στόχους που προσπαθούµε να ανιχνεύσουµε. Καθώς η «δέσµη» του ηχητικού κύµατος θα περνά πάνω από το στόχο. Και δε θα είναι σταθερή εξαιτίας της ταλάντωσης του σκάφους. Με αποτέλεσµα ο στόχος να διαγράφεται διακεκοµµένα (µπλε βελάκι). Αυτό το αποτέλεσµα, ειδικά στα βαθύτερα, θα κάνει τους στόχους από δυσανάγνωστους µέχρι και ελάχιστα διακριτούς στην οθόνη.
Έτσι, συµπεραίνουµε ότι τις καθαρότερες εικόνες σε ένα βυθόµετρο θα τις πάρουµε µε το λιγότερο δυνατό κυµατισµό. Θα ήθελα επίσης να επισηµάνω, ότι σε όσο µεγαλύτερο σκάφος είναι τοποθετηµένος ο αισθητήρας, τόσο πιο σταθερή εικόνα έχουµε. Αφού λόγω όγκου του είναι πιο δύσκολο να επηρεαστεί από έναν κυµατισµό, σε σχέση µε ένα µικρότερο σκάφος.
Άρα κάθε χειριστής βυθοµέτρου, έχοντας υπόψη το παραπάνω φαινόµενο και επιχειρώντας να ψαρέψει µε κυµατισµό, πρέπει να ελέγχει στην οθόνη του και τον παραµικρό στόχο, και την παραµικρή κουκίδα. Μιας και αυτοί οι «αµελητέοι» στόχοι, υπό άλλες συνθήκες µπορεί να ανήκουν στους µεγάλους θηρευτές που αναζητεί! Ένας καλός χειριστής, πρέπει επίσης να έχει επίγνωση των αρχών λειτουργίας των ηχοβολιστικών συσκευών. Ώστε να µπορεί να προσαρµόσει κάθε φορά τις γνώσεις του πάνω στο βυθόµετρο, σε όλες τις συνθήκες ψαρέµατος. Για να πάρει τη µέγιστη δυνατή πληροφορία.
Στην εικόνα 3, βλέπουµε ανίχνευση µε έντονο κυµατισµό (5 Bf). O στόχος που διακρίνεται διακεκοµµένα ανήκει σε συναγρίδα και αν δεν υπήρχε η λειτουργία Accufish. Η οποία αναγνωρίζει το µήκος του ψαριού, ίσως να περνούσε και παντελώς απαρατήρητο.