Η εικαστικός Χριστιάννα Οικονόμου αναπαλαιώνει ξύλινα σκαριά, εμπνέεται από τη θάλασσα και τα σύμβολα της ναυτοσύνης και δημιουργεί πρωτότυπα ρούχα και αντικείμενα «ποτισμένα» από αιγαιοπελαγίτικη αλμύρα.
Το καλοκαίρι του 2017 ήταν η πρώτη φορά που είδα τον μικρό Ηλία. Υπερήφανος και πολύχρωμος στέκεται στο έμπα του λιμανιού της Σχοινούσας και καλωσορίζει τους επισκέπτες με μια συμβουλή-οδηγό για τις διακοπές και τη ζωή μας, αναγραμμένη στο σώμα του: «all we see is the sea». Ο μικρός Ηλίας ήταν ένας εγκαταλελειμμένος μπότης, στον οποίο η γλύπτρια Χριστιάννα Οικονόμου ξαναχάρισε ζωή, επεμβαίνοντας εικαστικά. Δεν ξαναγύρισε φυσικά στη θάλασσα, κανένα από τα καΐκια του πρότζεκτ Καράβια που δεν φοβήθηκαν δεν ξαναπαίζει με τα κύματα, τα τρώει, ωστόσο, όλα η θαλασσινή αλμύρα, καθώς δεσπόζουν στα λιμάνια των Μικρών Κυκλάδων και της Πάρου.
«Όταν τον Φεβρουάριο του 2016 έπαιρνα το βραδινό πλοίο από τον Πειραιά με προορισμό τη Σχοινούσα, δεν γνώριζα ακριβώς τι ήθελα να κάνω. Υπήρχε μια παρότρυνση από τους καθηγητές μου στο Saint Martins να επικεντρωθώ σε αυτό που πραγματικά με συγκινούσε και στο οποίο ανέτρεχα για έμπνευση όλα τα χρόνια των σπουδών μου: τη νησιωτική παράδοση και τις τέχνες που χάνονται. Ωστόσο μέσα μου δεν υπήρχε καμία σχηματοποιημένη ιδέα.
Το 2017 παρέδωσε τον Καπετάν Γιάννη στην Ηρακλειά και το 2018 την Κυρα-Σοφία στο Κουφονήσι. Τα περισσότερα καΐκια –όλα διαφορετικά είδη σκαριών, τρεχαντήρια, βάρκες, κούντελα– έχουν διατηρήσει τα αρχικά τους ονόματα, εκτός από αυτό της Πάρου. «Ήταν κυριολεκτικά σάπιο, οι ντόπιοι με κορόιδευαν: “Πάλι στον μάμουνα τρέχεις;” μου έλεγαν. Του έμεινε τ’ όνομα τελικά».
Τον Μάμουνα τον βλέπει πιο τακτικά από τα υπόλοιπα, αφού πλέον μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στη Νάουσα της Πάρου, όπου διατηρεί το εργαστήριο στο οποίο σχεδιάζει τα αντικείμενα του all we see is the sea, και στην Αθήνα. «Δεν είχα σκεφτεί πως το logo του πρότζεκτ θα μετεξελιχθεί σε brand. Έγινε εντελώς τυχαία. Στα εγκαίνια της Κυρα-Σοφίας στο Κουφονήσι σκέφτηκα να τυπώσω μερικά μπλουζάκια, για να τα φορέσουμε με τους φίλους μου και να υποδεχθούμε τον κόσμο. Έγραφαν τη φράση “παντός καιρού”, όπως και τα καΐκια μου στη μία τους πλευρά. Έγιναν ανάρπαστα». Μου εξηγεί πως δεν την ενδιαφέρει η ιδέα του φολκλόρ, η δική της πρόθεση ήταν να προσεγγίσει την παράδοση με μια πιο παιχνιδιάρικη διάθεση.
Κεραμικά, Τ-shirts, φούτερ, τσάντες, τάματα, ξυλόγλυπτα, διακοσμητικά καΐκια, με φράσεις κεντημένες ή ζωγραφισμένες που παραπέμπουν στη ζωή της θάλασσας, σε ναυτικά παραγγέλματα, στο ξόρκισμα του κακού, στις νησιωτικές φιέστες, κάνουν την παράδοση να μοιάζει έτοιμη να ενδυθεί πιο ελαφριά φουστάνια. Όλα είναι χειροποίητα και όλα παίρνουν τον χρόνο που πρέπει, με διαβεβαιώνει. «Περισσότερο και από τα ίδια τα αντικείμενα, με κινητοποιεί η διαδικασία. Μου αρέσει να πηγαίνω στο εργαστήριό μου αργά τη νύχτα, που το νησί ησυχάζει, ή πολύ πρωί, πριν ακόμα η μέρα δώσει το πρόσταγμά της, να τα ξανακοιτάξω, να συμπληρώσω, να διορθώσω, να κατεβάσω ιδέες». Γυρνώντας πίσω στα παιδικά της χρόνια, παραδέχεται πως από μικρή φαινόταν πως θα «ανακατευτεί» με τη θάλασσα. «Πάντα με γοήτευαν τα σκασμένα χρώματα στις βάρκες, οι σπάγγοι, τα δίχτυα, οι σημαδούρες, οι άγκυρες.
Ωστόσο, με το καΐκι της Αμοργού, που άφησε στη μέση λόγω της πανδημίας, θα ολοκληρώσει και το πρότζεκτ. «Δεν θα μπορούσα να σπείρω ένα καΐκι σε κάθε νησί της Ελλάδας, όσα έχω κάνει μέχρι τώρα τα συντηρώ κάθε χρόνο. Τα επισκέπτομαι, τα καμαρώνω. Άλλωστε η ανησυχία που είχα όταν ξεκινούσα, πως ίσως τα δικά μου παιδιά να μην ταυτίζουν στο μέλλον το Αιγαίο με ένα τρεχαντήρι να σκίζει τα κύματα, αποφεύχθηκε. Είναι εκεί στα λιμάνια, φωνάζουν την ιστορία τους. Πάμε για άλλα, λοιπόν».
Πηγή: www.kathimerini.gr | Ξένια Γεωργιάδου