Ο βυθός της Αλοννήσου γίνεται υποθαλάσσιο μουσείο
H Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με την Περιφέρεια Θεσσαλίας παρουσίασαν από κοινού ένα φιλόδοξο σχεδίο ανάδειξης και αξιοποίησης του ναυαγίου στο βυθό της Περιστέρας σε υποβρύχιο μουσείο
Το συγκεκριμένο ναυάγιο είναι ένα από τα πολλά που κρύβει ο ελληνικός βυθός, με το οποίο έχουν κατά καιρούς ασχοληθεί Έλληνες και ξένοι ερευνητές. Ο ελληνικός βυθός άλλωστε αποδεικνύεται διαρκώς ένας από τους πιο πλούσιους σε αρχαιολογικά ευρήματα ανεκτίμητης αξίας που φανερώνει τα μυστικά του σε κάθε ενάλια έρευνα.
Το σχέδιο των αρμόδιων φορέων αφορά την προσέλκυση επισκεπτών που κάνουν καταδυτικό τουρισμό, οι οποίοι θα έχουν τη μοναδική εμπειρία να έρθουν κατευθείαν σε επαφή με τους βυθισμένους αρχαιολογικούς θησαυρούς. Γι’ αυτό το λόγο, το διάσημο ναυάγιο της Περιστέρας, στο οποίο έχει βρεθεί το μεγαλύτερο εμπορικό πλοίο της κλασικής περιόδου μέχρι σήμερα, θεωρείται ιδανική αρχή αυτής της δραστηριότητας.
Κατά την κλασική περίοδο, την εποχή του Περικλή, το τελευταίο τέταρτο του 5ου π.X. αιώνα, η Αθήνα ήταν ακόμη η κυρίαρχη ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο και το εμπόριο της εκτείνονταν μέχρι τη Ρωσία και τη Μαύρη θάλασσα, όπου εξήγαγε μερικά από τα κομψότερα κεραμικά σκεύη καθημερινής χρήσης.
Απόδειξη αυτής της εμπορικής δραστηριότητας είναι και το ναυάγιο που ανακαλύφθηκε στο βυθό της μικρής νησίδας της Περιστέρας Αλοννήσου, με τον εντοπισμό ενός κλασικού εμπορικού πλοίου, πολύ μεγαλύτερου από αυτά που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα.
Το ναυάγιο βρέθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, βρίσκεται σε βάθος 30 μέτρων και το φορτίο του είναι σχεδόν ανέπαφο, με το χρόνο και τη θάλασσα να το έχουν αγγίξει ελάχιστα, καλυμμένο από την άμμο. Πιστεύεται ότι βυθίστηκε μεταξύ του 425 και 415 π.Χ.και μετέφερε εμπόρευμα κρασιού από τις οινοπαραγωγικές περιοχές της Βόρειας Ελλάδος, όπως η Μένδη στη Χαλκιδική και τα νησιά των Σποράδων, Σκόπελος και Αλόννησος.
Η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, ερεύνησε το ναυάγιο τα καλοκαίρια του 1992 και 1993. Αρχικά έγινε μια πλήρης φωτογραφική τεκμηρίωση και τοπογραφική αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης του ναυαγίου με δυο μεθόδους τηλεμετρίας. Μετά το πέρας της αποτύπωσης το ναυάγιο διαιρέθηκε με κάναβο σε 72 τετράγωνα, το κάθε ένα διαστάσεων 2Χ2 μέτρα. Ακολούθησαν ανασκαφικές εργασίες με αναρροφητήρα σε 2 μόνο από τα τετράγωνα, δηλαδή σε 8τ.μ. από τα 288τ.μ.
Το εμπορικό πλοίο μετέφερε περισσότερους από 4.000 αμφορείς και η κατάσταση στην οποία βρίσκονται το καθιστούν μοναδικό αξιοθέατο. Η δε ανασκαφή, έφερε στο φως μοναδικά ευρήματα που εντυπωσίασαν τους ερευνητές σε όλο τον κόσμο.
Συνοπτικά, το βυθισμένο πλοίο είχε μήκος περίπου 30 μ.. πλάτος 10 μ. και επιφανειακά μετρήθηκαν 1.000 εμπορικοί αμφορείς οίνου. Μετά την αφαίρεση της επιφανειακής στρώσης των αμφορέων, ακολούθησε και δεύτερη και τρίτη στρώση. Στο τελευταίο στρώμα βρέθηκε και ανελκύστηκε μεγάλη ποσότητα μελαμβαφούς κεραμικής, όπως κύλικες με εμπίεστες και εγχάρακτες διακοσμήσεις, επιτραπέζια πινάκια, αγγεία πόσεως οίνου, λυχνάρια, χάλκινα σκεύη και πολλά άλλα θραύσματα αγγείων καθημερινής χρήσης. Τα ευρήματα αυτά ανήκαν σε σκεύη συμποσίου και διατηρούνται σε άριστη κατάσταση, ενώ η θαυμάσια τεχνική και το στιλπνό μαύρο χρώμα τους φανέρωνε την αθηναϊκή τους ταυτότητα. Η ανασκαφή σταμάτησε στο επίπεδο του έρματος του πλοίου και ενώ είχαν εντοπισθεί τα πρώτα μαδέρια του ξύλινου σκαριού της με την προοπτική να συνεχισθεί και τα επόμενα έτη.
Έτσι η Αλόννησος, που είναι και το καταφύγιο για τις φώκιες monachus-monachus, με τη δημιουργία του θαλάσσιου πάρκου μπορεί να γίνει ένας σημαντικός προορισμός για καταδυτικό τουρισμό και κάθε επισκέπτης να έρχεται σε επαφή όχι μόνο με το μοναδικό ναυάγιο, αλλά ολόκληρο τον πλούτο και την ωραιότητα του ελληνικού βυθού. Η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων φιλοδοξεί να καταστήσει και άλλους ενάλιους αρχαιολογικούς χώρους επισκέψιμους από το 2020.
Πηγή: elculture.gr