Η οικογένεια Τσίκη, το επάγγελμα του καραβομαραγκού και το σύγχρονο ναυπηγείο.
Υπάρχουν άνθρωποι που είναι ταγμένοι σε αυτό που κάνουν και δεν παρεκκλίνουν της πορείας τους ακόμα και όταν οι καιροί είναι δύσκολοι. Προσπαθούν μέσα από τη δουλειά τους να αφηγηθούν ιστορίες και να λειτουργήσουν ως σύνδεσμοι μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Παρότι η μόδα άλλαξε και η τεχνολογία εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς, η οικογένεια Τσίκη επιμένει να κατασκευάζει σκάφη από ξύλο.
Ο σπόρος για τη δημιουργία της οικογενειακής επιχείρησης είχε πέσει ήδη από το 1912, όταν ο παππούς Θοδωρής Τσίκης, καραβομαραγκός από τη Σύμη, ξεκίνησε να εργάζεται στα καρνάγια του Πειραιά, στον Άγιο Διονύση και μετά στο Πέραμα, χτίζοντας μικρά αλιευτικά καΐκια. Εκείνη την εποχή ήταν σύνηθες φαινόμενο τα παιδιά να ακολουθούν το επάγγελμα του πατέρα τους και να μυούνται από νεαρή ηλικία στα μυστικά τεχνών που σήμερα έχουν καταστεί είδος προς εξαφάνιση.
Έτσι έγινε και στην περίπτωση του Μανώλη, γιού του Θοδωρή, το ταλέντο και οι ικανότητες του οποίου εκτιμήθηκαν από το ναυπηγό θείο του Γιώργη Ψαρρό, δίπλα στον οποίο εργάστηκε ως πρωτομάστορας από την νεανική του κιόλας ηλικία.
Το 2010 αναλαμβάνει τα ηνία της επιχείρησης ο εγγονός Θοδωρής, ο οποίος έχοντας σπουδάσει Ναυπηγική εμπλουτίζει τις αρχές της τέχνης που διδάχθηκε από τον πατέρα του και αποφασίζει να επαναφέρει το ναυπηγείο στην πρότερη λειτουργία του. Παρά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης ο Θοδωρής παρατηρεί πως υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση και στροφή του ενδιαφέροντος για ξύλινα και κλασσικά σκάφη και επιχειρεί να καλύψει τις ανάγκες της αγοράς, συνεχίζοντας την εκατοντάχρονη παράδοση τριών γενεών.
Στα άμεσα σχέδια της οικογενειακής επιχείρησης είναι η μετατροπή του υπάρχοντος ναυπηγείου σε σύγχρονο που θα εξακολουθεί όμως να κατασκευάζει με τον ίδιο τρόπο ξύλινα παραδοσιακά σκάφη. Επιπρόσθετα, εξετάζεται η δημιουργία ενός χώρου ο οποίος θα απευθύνεται σε ανθρώπους που θέλουν να διδαχτούν την τέχνη του καραβομαραγκού και να σταδιοδρομήσουν σε αυτό τον χώρο.